Δέσποινα Μακριδάκη: 2 δισ. ευρώ απαραίτητος προϋπολογισμός για το νοσοκομειακό φάρμακο

Οι συνέπειες του ελλιπούς νοσοκομειακού προϋπολογισμού για το φάρμακο, οι διαχρονικές ελλείψεις σκευασμάτων, το δύσκολο και «υποτιμημένο» έργο του νοσοκομειακού φαρμακοποιού και μπήκαν στο μικροσκόπιο της συζήτησης μας με την πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοποιών Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων, Δέσποινα Μακριδάκη.
Για να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στην αγωγή τους, ο προϋπολογισμός πρέπει να αυξηθεί ώστε να εξασφαλίζεται η αδιάκοπτη διαθεσιμότητα των φαρμάκων και η ενσωμάτωση καινοτόμων θεραπειών, επισημαίνει.
Οι ελλείψεις φαρμάκων επηρεάζουν σοβαρά νοσοκομεία και συστήματα υγείας;
Η έλλειψη φαρμάκων αποτελεί διαχρονικά ένα σημαντικό πρόβλημα για τα νοσοκομεία (δημόσια και ιδιωτικά) και τα συστήματα υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η αιτία αυτών των ελλείψεων είναι συνήθως πολυπαραγοντική και απαιτεί μια στρατηγική προσέγγιση για την καλύτερη διαχείρισή τους.
Οι συνέπειες όμως αυτών των ελλείψεων μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιζήμιες για την ποιότητα της φροντίδας των ασθενών, την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών πρωτοκόλλων και να είναι ιδιαίτερα κρίσιμες για τους ασθενείς που εξαρτώνται από συγκεκριμένες θεραπείες.
Η έλλειψη συγκεκριμένων φαρμάκων αναγκάζει νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς και θεράποντες ιατρούς να αντικαταστήσουν το φάρμακο που λείπει με ένα εναλλακτικό, το οποίο μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματικό για τον ασθενή ή να προκαλέσει κάποια παρενέργεια. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα της φροντίδας και να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες παρενέργειες ή αποτυχία θεραπείας. Επίσης, όταν υπάρχουν ελλείψεις σε βασικά φάρμακα, οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί και οι ιατροί ενδέχεται να αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν ακριβότερες εναλλακτικές θεραπείες και αυτό αυξάνει το κόστος της θεραπείας, κάτι που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα για τα νοσοκομεία και τους ασθενείς, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που δεν υπάρχουν επαρκή κονδύλια.
Επιπλέον, μια έλλειψη μπορεί να αναστείλει, να καθυστερήσει την έναρξη ή την ολοκλήρωση θεραπευτικών σχημάτων, κάτι που μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για την κατάσταση των ασθενών. Σε περιπτώσεις χρόνιων παθήσεων ή επείγουσας ανάγκης (όπως για παράδειγμα σε καρκινοπαθείς ή ασθενείς με σοβαρές νοσοκομειακές λοιμώξεις που απαιτούν εξειδικευμένη φαρμακευτική αντιμετώπιση), αυτές οι καθυστερήσεις μπορεί να αποβούν μοιραίες.
Όταν υπάρχουν ελλείψεις γιατροί και νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί καλούμαστε να βρούμε άμεσα εναλλακτικές λύσεις ώστε να μην επηρεαστεί αρνητικά η πορεία της θεραπείας. Αυτό αυξάνει τον φόρτο εργασίας μας, καθώς πρέπει να ελεγχθούν οι υφιστάμενες δυνατότητες, η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια των εναλλακτικών φαρμάκων, επίσης θα πρέπει να ενημερωθούν οι ασθενείς και οι φροντιστές τους για τις αλλαγές στη θεραπεία και να δοθούν όλες οι αναγκαίες πληροφορίες ώστε να μην ανησυχούν για τη συνέχεια της θεραπείας τους
Με λίγα λόγια οι ελλείψεις έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο σύστημα υγείας και στη θεραπεία των ασθενών και η αντιμετώπιση τους απαιτεί μια συνδυασμένη προσέγγιση που περιλαμβάνει τη βελτίωση της παραγωγής, τη στρατηγική αποθεμάτων, τη συνεργασία μεταξύ των φορέων υγείας, καθώς και την ανάπτυξη ενός ευέλικτου πλαισίου κανονισμών και προμηθευτών.
Που κυμαίνεται ο προϋπολογισμός για τα νοσοκομειακά φάρμακα και πόσος θα έπρεπε να είναι προκειμένου να μην υπάρχουν προβλήματα;
Ο προϋπολογισμός για τα νοσοκομειακά φάρμακα στην Ελλάδα κυμαινόταν ανάλογα με τον τύπο του νοσοκομείου, τις ανάγκες των ασθενών και τις θεραπείες που απαιτούνταν. Ωστόσο, η κρατική χρηματοδότηση για τα νοσοκομειακά φάρμακα ήταν περιορισμένη, και συνήθως δεν επαρκούσε για την κάλυψη όλων των αναγκών των νοσοκομείων. Ειδικά μετά τις δημοσιονομικές προσαρμογές και τις περικοπές που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, ο προϋπολογισμός για φάρμακα στα νοσοκομεία είχε συρρικνωθεί σημαντικά , ενώ όλο και μεγαλύτερο οικονομικό κομμάτι που αφορά το νοσοκομειακό φάρμακο μεταφέρεται στον ΕΟΠΥΥ.
Σήμερα ο προϋπολογισμός για την προμήθεια του Νοσοκομειακού Φαρμάκου για τα Νοσοκομεία του ΕΣΥ έχει μετακινηθεί κεντρικά στην ΕΚΑΠΥ, η οποία επίσης έχει την ευθύνη συνολικής διαχείρισης του σχετικού Clawback.
Για παράδειγμα, ο προϋπολογισμός για τα νοσοκομειακά φάρμακα στην Ελλάδα κυμαίνεται συνήθως γύρω από τα 1,2 – 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ το ποσό αυτό ενδέχεται να αυξομειώνεται κάθε χρόνο, ανάλογα με τις ανάγκες, τις φαρμακευτικές και θεραπευτικές εξελίξεις και τις συμφωνίες που διαμορφώνονται από την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης με τις φαρμακευτικές εταιρείες, στα πλαίσια που ορίζονται από την ηγεσία του ΥΥ. Όμως για να μην υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στην παροχή φαρμακευτικής περίθαλψης και να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των νοσοκομείων χωρίς ελλείψεις, ο προϋπολογισμός θα πρέπει να είναι ευέλικτος, προβλέψιμος και να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες του συστήματος υγείας.
Ο ακριβής προϋπολογισμός εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, είναι τα αναγκαία φαρμακευτικά προϊόντα, δηλαδή τα κρίσιμα φάρμακα όπως τα ογκολογικά, για σπάνιες παθήσεις, τα εμβόλια κ.λπ., επίσης από την αύξηση των ασθενών, τις τεχνολογικές εξελίξεις και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Για να μην υπάρχουν προβλήματα στην παροχή φαρμακευτικής περίθαλψης και να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στην αγωγή τους, ο προϋπολογισμός θα πρέπει να αυξηθεί σε επίπεδα που να εξασφαλίζουν την αδιάκοπτη διαθεσιμότητα των φαρμάκων και την ενσωμάτωση καινοτόμων θεραπειών. Σύμφωνα με στοιχεία που συζητούνται, ένας ετήσιος προϋπολογισμός για τα νοσοκομειακά φάρμακα που να ξεκινά από 1,8 έως 2,2 δις ευρώ (ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε έτους) θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες χωρίς σημαντικές ελλείψεις. Για την επίτευξη μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας, ο προϋπολογισμός θα πρέπει να είναι ευέλικτος και να λαμβάνει υπόψη τις εκάστοτε αυξομειώσεις της φαρμακευτικής κατανάλωσης, καθώς και τις επερχόμενες καινοτομίες στην ιατρική.
Για την εξασφάλιση ενός επαρκούς προϋπολογισμού απαιτούνται κινήσεις όπως είναι η εφαρμογή στρατηγικών για τον περιορισμό της σπατάλης και της υπερκατανάλωσης, με την ορθή συνταγογράφηση και την παρακολούθηση των θεραπευτικών πρωτοκόλλων. Επιπλέον, να γίνεται αντικειμενική διαπραγμάτευση με τις φαρμακευτικές εταιρείες για την εξασφάλιση καλύτερων τιμών και εφοδιασμού επαρκών ποσοτήτων βάσει πραγματικών αναγκών και όχι μόνο ποσοτήτων πώλησης. Και τέλος, να υπάρξει ενίσχυση της παραγωγής και διανομής φαρμάκων.
Συνοπτικά θα σας έλεγα ότι ο προϋπολογισμός για τα νοσοκομειακά φάρμακα στην Ελλάδα είναι από την περίοδο των «μνημονίων» μέχρι και σήμερα κατώτερος των πραγματικών αναγκών του συστήματος υγείας, με την ανάγκη για αύξηση να είναι επιτακτική για την εξασφάλιση επαρκούς φαρμακευτικής κάλυψης. Ένας προϋπολογισμός γύρω από 2 δις ευρώ ετησίως, με σωστή διαχείριση και στρατηγικές εξοικονόμησης, θα μπορούσε να αποτρέψει σοβαρά προβλήματα πρόσβασης των ασθενών στην αγωγή τους και να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας. Ενώ, ένα ερώτημα που χρειάζεται περαιτέρω ίσως διερεύνηση είναι «γιατί ο προϋπολογισμός για το Νοσοκομειακό Φάρμακο δεν είναι ενιαίος.
Τι προβλήματα αντιμετωπίζουν οι Νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί και ποιες είναι οι διαφορές τους με τους αντίστοιχους συναδέλφους τους στην Ευρώπη;
Αντιμετωπίζουμε σημαντικά προβλήματα που επηρεάζουν την άσκηση του επαγγέλματος, την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουμε καθώς και την ποιότητα της ζωή μας. Η Ελλάδα είναι στη τελευταία θέση της Ευρώπης σε αριθμό Νοσοκομειακών Φαρμακοποιών. Οι υπηρετούντες στο ΕΣΥ (τακτικό και επικουρικό προσωπικό) είναι μόνο 300 άτομα, αντιστοιχούν μόλις 29 για ένα εκατομμύριο πολιτών και όταν στην Πορτογαλία και το Βέλγο- χώρες με ίδιο πληθυσμό με την Ελλάδα -ξεπερνούν τους 1500 ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 550 /εκατ. πολιτών) και βέβαια αν αφαιρέσουμε το επικουρικό προσωπικό ο αριθμός δεν ξεπερνά τους 20/εκατ..
Αυτό επιβαρύνει συχνά την απόδοση, την ζωή και την υγεία τους είναι το σύνδρομο BurnOut – αν και δεν αναφέρεται όπως για άλλους επαγγελματίες υγείας- καταγράφεται σε πολλούς συναδέλφους. Ταυτόχρονα μειώνει τον διαθέσιμο χρόνο για επιστημονικό έργο και ενεργό συμμετοχή στην κλινική φροντίδα των ασθενών.
Στις πιο πολλές περιπτώσεις, οι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί στην Ελλάδα δεν συμμετέχουν ενεργά στη θεραπευτική ομάδα, όπως γίνεται στο εξωτερικό. Εκτός από τον δραματικά μειωμένο αριθμό των υπηρετούντων, από το 2017- παρά τις συνεχείς προσπάθειες της ΠΕΦΝΙ- δεν έχει ολοκληρωθεί το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο για την ειδικότητα της Νοσοκομειακής Φαρμακευτικής (υπάρχει εδώ και 35 χρόνια στην Ισπανία, 6 στη Βουλγαρία κ.λπ.), ενώ δεν υπάρχει θεσμοθετημένος ο ρόλος “κλινικού φαρμακοποιού”. Δεν παρέχεται συστηματικά η δυνατότητα επιμόρφωσης, η δια βίου μάθηση δεν στηρίζεται από τον εργασιακό χώρο, ούτε και το πανεπιστήμιο.
Επίσης, το πλαίσιο σπουδών όφειλε να έχει τροποποιηθεί από χρόνια ώστε οι φοιτητές να προετοιμάζονται κατάλληλα για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία στο νοσοκομειακό περιβάλλον. Συγχρόνως – αν και υπάρχει σχετικό νομοθετικό πλαίσιο – πολύ συχνά δεν στηρίζεται η συμμετοχή των ΝΦ σε ερευνητικά προγράμματα (κλινικές μελέτες) σε επίπεδο νοσοκομείου, γεγονός που περιορίζει την επιστημονική εξέλιξη και προβολή του ρόλου μας.
Και φυσικά, προβλήματα έχουμε στη διαχείριση προμήθειας φαρμάκων, συχνά καθυστερεί λόγω των πολύπλοκων διαδικασιών και έλλειψης ευελιξίας. Υπάρχουν σοβαρά και μακρόχρονα προβλήματα στη διαλειτουργικότητα των πληροφοριακών συστημάτων, ελλιπή δεδομένα, δίδονται ανεπαρκείς πληροφορίες, καταγράφεται σημαντικό ποσοστό αδυναμίας στην επικοινωνία με τις υπηρεσίες (ΕΚΑΠΥ, ΕΟΦ κ.λπ.).
Σε αντίθεση, οι Ευρωπαίοι συνάδελφοί έχουν ευρύτερο πεδίο δράσης, μεγαλύτερη αναγνώριση και περισσότερη υποστήριξη στην επιστημονική και επαγγελματική τους ανάπτυξη. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (όπως Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία), οι φαρμακοποιοί είναι ενταγμένοι στην κλινική ομάδα και συμμετέχουν ενεργά στη λήψη αποφάσεων για την φαρμακοθεραπεία των ασθενών.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν θεσμοθετημένες πλην της ειδικότητας της Νοσοκομειακής Φαρμακευτικής και εξειδικεύσεις φαρμακοποιών (π.χ. ογκολογική φαρμακευτική, φαρμακευτική λοιμώξεων, παιδιατρική φαρμακευτική, φαρμακευτική Επειγόντων, ΜΕΘ κ.λπ.), ενώ στην Ελλάδα η εξειδίκευση είναι περιορισμένη (μεταπτυχιακοί τίτλοι κλινικής φαρμακευτικής, pharmaceutical care, primary care κλπ) και ανεπαρκώς οργανωμένη (προσλήψεις χωρίς job description και εξειδίκευση) με αποτέλεσμα να μη καλύπτονται οι πραγματικές ανάγκες αλλά να παραμένουμε σε πεπαλαιωμένα πλαίσια εργασίας σε αντίθεση με ιατρούς και νοσηλευτές.
Για την αναβάθμιση του ρόλου στην Ελλάδα απαιτούνται θεσμικές αλλαγές, επενδύσεις σε ανθρώπινους πόρους και υποδομές, εμπλουτισμό της βασικής εκπαίδευσης, υποστήριξη της δια βίου μάθησης και επιμόρφωσης και αναγνώριση της συνεισφοράς τους στην ολιστική φροντίδα υγείας (συμμετοχή στο Home Care, Ανάπτυξη υπηρεσιών Telepharmacy).
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.