Πλαφόν στα δάνεια; Το ευρωπαϊκό πλαίσιο και οι κινήσεις των τραπεζών
Στο μικροσκόπιο μπαίνουν τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων, μετά από παρέμβαση του Υπουργείου Ανάπτυξης
Σε φάση ουσιαστικών διαβουλεύσεων εισέρχεται το ζήτημα του κόστους της καταναλωτικής πίστης, με τις τράπεζες να εξετάζουν την επιβολή πλαφόν στα επιτόκια και στο συνολικό κόστος των καταναλωτικών δανείων, έπειτα από σαφές αίτημα του Υπουργείο Ανάπτυξης. Η συζήτηση εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής της νέας ευρωπαϊκής οδηγίας για την καταναλωτική πίστη και αντανακλά την αυξανόμενη ανησυχία για την πίεση που δέχονται τα ελληνικά νοικοκυριά από τον συνδυασμό ακρίβειας και υψηλών επιτοκίων.
Η εικόνα της αγοράς καταναλωτικών δανείων λειτουργεί ως καμπανάκι. Το συνολικό υπόλοιπο ξεπερνά πλέον τα 7 δισ. ευρώ, ενώ τα επιτόκια στα νέα καταναλωτικά δάνεια κινούνται σε επίπεδα άνω του 10%, με τον μέσο όρο να διαμορφώνεται στο 10,53%. Ακόμη πιο επιβαρυντική είναι η εικόνα στις πιστωτικές κάρτες, όπου το μέσο επιτόκιο αγγίζει το 16,76%. Υπό αυτές τις συνθήκες, ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά καταφεύγουν στην καταναλωτική πίστη για να καλύψουν βασικές ανάγκες, εξέλιξη που ενέχει τον κίνδυνο νέας γενιάς κόκκινων δανείων σε δεύτερο χρόνο.
Το ευρωπαϊκό πλαίσιο και το μήνυμα προς τις τράπεζες
Η παρέμβαση του Υπουργείου Ανάπτυξης βασίζεται στη νέα Οδηγία 2023/2225 για την καταναλωτική πίστη, η οποία δίνει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν ανώτατα όρια στα επιτόκια και στο συνολικό κόστος των πιστωτικών συμβάσεων, προκειμένου να αποτρέπεται η υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση των καταναλωτών. Η φιλοσοφία της ρύθμισης είναι σαφής: το συνολικό κόστος ενός δανείου, σε τόκους και χρεώσεις, να μην οδηγεί σε δυσανάλογη επιβάρυνση σε σχέση με το κεφάλαιο, με ένα άτυπο όριο που δεν θα υπερβαίνει το ένα τρίτο της αξίας του δανείου.
Στην πράξη, η συζήτηση αφορά αποκλειστικά νέες συμβάσεις και δεν έχει αναδρομική ισχύ. Στο πεδίο εφαρμογής αναμένεται να ενταχθούν τα καταναλωτικά δάνεια, οι πιστώσεις υπερανάληψης και οι πιστωτικές κάρτες. Ήδη, οι τράπεζες επεξεργάζονται κοινή προσέγγιση, με στόχο να κατατεθεί οργανωμένη πρόταση προς το Υπουργείο Ανάπτυξης, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τόσο τις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας όσο και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς.
Προστασία καταναλωτή και φόβοι υπερχρέωσης
Η επιλογή της κυβέρνησης να ενεργοποιήσει τα εργαλεία της ευρωπαϊκής οδηγίας δεν είναι αποκομμένη από τις εξελίξεις σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου παρόμοια μέτρα έχουν ήδη υιοθετηθεί. Η ακρίβεια και η πίεση στο διαθέσιμο εισόδημα αποτελούν κοινό ευρωπαϊκό πρόβλημα, με τις κυβερνήσεις να αναζητούν ισορροπία ανάμεσα στη λειτουργία της αγοράς και στην προστασία των πιο ευάλωτων δανειοληπτών.
Σε αυτό το πλαίσιο, το άρθρο 31 της οδηγίας λειτουργεί ως νομική ασπίδα για τα κράτη που επιλέγουν να θεσπίσουν πλαφόν, ξεκαθαρίζοντας ότι η προστασία από υπερβολικό κόστος πίστωσης αποτελεί θεμιτό στόχο και δεν συνιστά παραβίαση των κανόνων της ελεύθερης αγοράς. Για την ελληνική αγορά, το διακύβευμα είναι διπλό: αφενός να περιοριστεί ο κίνδυνος υπερχρέωσης των νοικοκυριών και αφετέρου να αποφευχθεί η δημιουργία ενός νέου κύματος μη εξυπηρετούμενων δανείων, την ώρα που το τραπεζικό σύστημα επιχειρεί να εδραιώσει τη σταθερότητά του.
Το επόμενο διάστημα αναμένεται κρίσιμο, καθώς θα φανεί αν οι τράπεζες θα κινηθούν προληπτικά προς μια αυτορρύθμιση ή αν η πολιτεία θα προχωρήσει σε πιο αυστηρή νομοθετική παρέμβαση. Σε κάθε περίπτωση, το μήνυμα από το Υπουργείο Ανάπτυξης είναι σαφές: το κόστος της καταναλωτικής πίστης μπαίνει πλέον στο μικροσκόπιο.
Διαβάστε επίσης: Στο «μείον» τα επιχειρηματικά δάνεια τον Οκτώβριο, μείωση και στις καταθέσεις
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.




