Πώς αποτιμά η αγορά την ένταξη του Χρηματιστηρίου στο Euronext

Σε μια νέα εποχή, πολύ διαφορετική από τη σημερινή, εισέρχεται η ελληνική κεφαλαιαγορά αν προχωρήσει η διαφαινόμενη απορρόφηση της ΕΧΑΕ από το Euronext, δηλαδή μετά από την ένταξη του ΧΑ σε μια σύμπραξη επτά χρηματιστηρίων της Δυτικής Ευρώπης (Ολλανδίας, Γαλλίας, Βελγίου, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας, Ιταλίας και Νορβηγίας).
Σύμφωνα με διευθύνοντα σύμβουλος γνωστής ΑΕΔΑΚ, «η ένταξη του ΧΑ σε ένα μεγαλύτερο σχήμα ήταν κάτι που αναμενόταν και θα είχε γίνει γρηγορότερα αν δεν μεσολαβούσε την προηγούμενη δεκαετία η οικονομική κρίση.
Τώρα που η Ελλάδα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα, η ομαλότητα επανήλθε, το ΧΑ οδεύει σταδιακά στο να εξελιχθεί σε μια αναπτυγμένη χρηματιστηριακή αγορά και ο Γενικός Δείκτης καταγράφει άνοδο για τέταρτη συνεχόμενη χρόνιά, το θέμα ήταν φυσικό να τεθεί εκ νέου και μάλιστα μετ’ επιτάσεως.
Ένα τέτοιο deal αφ’ ενός εξυπηρετεί την ανάγκη των χρηματιστηρίων για οικονομίες κλίμακας και εξοικονομήσεις κόστους προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικά και αφ’ ετέρου έρχεται σε μια περίοδο όπου κεντρικό θέμα στην Ευρώπη είναι η ολοκλήρωση (ενοποίηση) της Ευρωπαϊκής Κεφαλαιαγοράς (δημιουργία προϋποθέσεων προκειμένου ένα μεγάλο τμήμα των χρημάτων που λιμνάζουν στις ευρωπαϊκές τράπεζες να κατευθυνθεί στις κεφαλαιαγορές προς ενίσχυση των ευρωπαϊκών οικονομιών).
Το ΧΑ δεν ήταν δυνατόν να παρέμενε αυτόνομο σε βάθος χρόνου. Έτσι, εξετάστηκαν διάφορα εναλλακτικά deals και φαίνεται πως είμαστε πολύ κοντά στο να καταλήξουμε σε αυτό με τη Euronext».
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση όχι μόνο έδωσε το «πράσινο φως», αλλά επιπλέον έσπευσε να πανηγυρίσει για το ενδιαφέρον της Euronext, μιλώντας μεταξύ άλλων για «ψήφο εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία», για «εμβάθυνση της ενσωμάτωσης της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό χώρο» και για το «το μέγεθος και την τεχνογνωσία της Euronext, σε ότι αφορά την αγορά μετοχών και ομολόγων, που μπορούν να προσφέρουν ουσιαστικά οφέλη για τους επενδυτές και για την ελληνική οικονομία στο σύνολό της».
Οι υποστηρικτές του εγχειρήματος εκφράζουν μια σειρά από επιχειρήματα, όπως το ότι οι Έλληνες επενδυτές θα έχουν πλέον πολύ ευκολότερη πρόσβαση σε μετοχές και λοιπούς τίτλους άλλων επτά σημαντικών χρηματιστηρίων, ότι οι εγχώριες επιχειρήσεις θα έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να εισέλθουν στο ΧΑ (θα είναι ορατές από περισσότερους επενδυτές), καθώς και ότι θα προκύψουν πολύ σημαντικά οφέλη σε θέματα όπως η τεχνολογική υποστήριξη, η τεχνογνωσία, το θεσμικό πλαίσιο, κ.λπ.
Πώς αντιδρούν οι χρηματιστές
Από την άλλη πλευρά, ένα τμήμα της εγχώριας αγοράς εκφράζει σκεπτικισμό, καθώς πιστεύει πως πρέπει να απαντηθούν πολλά κρίσιμα ερωτήματα και πως συχνά ο… διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΜΕΧΑ Σπύρο Κυρίτση, στο βαθμό που θα ολοκληρωθεί η προαναφερθείσα συμφωνία, θα μιλάμε για μια εντελώς νέα κατάσταση στην εγχώρια κεφαλαιαγορά, καθώς θα επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό οι εισηγμένες, οι χρηματιστηριακές εταιρείες, οι ΑΕΠΕΥ, οι ΑΕΔΑΚ και γενικότερα όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς.
Θα μιλάμε για μια χρηματιστηριακή αγορά που θα έχει πολύ διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο, σαφώς μεγαλύτερη προβολή, αλλά και άλλα κόστη, ενδεχομένως πολύ υψηλότερα από τα σημερινά. Ζητούμενο για τις ΑΧΕΠΕΥ είναι το αν θα καταφέρουν να καλύψουν, ή και να υπερκαλύψουν, αυτό το αυξημένο κόστος, μέσα από διεύρυνση του όγκου των εργασιών τους.
«Νομίζω ότι είναι νωρίς για να πούμε αν η νέα κατάσταση θα είναι καλύτερη ή χειρότερη από την υπάρχουσα, καθώς -μεταξύ άλλων- υπάρχουν και πολλά ζητήματα που θα πρέπει να διευκρινιστούν. Δεν γνωρίζω αν η ΕΧΑΕ έχει εκπονήσει κάποια μελέτη για το όλο θέμα, πριν η διοίκησή της πάρει τις τελικές της αποφάσεις» καταλήγει ο Σπύρος Κυρίτσης.
Ο πρόεδρος της Merit Χρηματιστηριακής Νίκος Πετροπουλάκης επισημαίνει πως πρόκειται για κίνηση που έχει πλεονεκτήματα (π.χ. η απ’ ευθείας πρόσβαση σε μια μεγαλύτερη αγορά ίσως πείσει περισσότερες εισηγμένες να εισέλθουν στο ΧΑ) τα οποία όμως πρέπει να δούμε αν θα μετουσιωθούν σε πράξη, αλλά και μειονεκτήματα, όπως η αύξηση του λειτουργικού κόστους των ΑΧΕΠΕΥ. Το εγχείρημα είναι πιθανόν να οδηγήσει σε νέο κύκλο συγχωνεύσεων την εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά, στην οποία ο αριθμός των «παικτών» έχει ήδη μειωθεί δραστικά κατά τα τελευταία χρόνια.
Το μόνο βέβαιο είναι, συνεχίζει ο Νίκος Πετροπουλάκης, ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να δει με αυξημένο ενδιαφέρον την ανάπτυξη της ελληνικής κεφαλαιαγοράς λαμβάνοντας μέτρα, καθώς παρά την άνοδο του Γενικού Δείκτη, το εγχώριο επενδυτικό ενδιαφέρον παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.
«Θέλω να ελπίζω ότι πριν από την οριστικοποίηση της κίνησης του Euronext, θα υπήρξαν επαφές με το Υπουργείο Οικονομικών, όπου οι Ευρωπαίοι θα έλαβαν ενδεχομένως κάποια υπόσχεση μελλοντικής θεσμικής στήριξης της κεφαλαιαγοράς μας από την ελληνική Πολιτεία», δηλώνει ο Νίκος Πετροπουλάκης.
Ο Αλέξανδρος Μωραϊτάκης, μέλος ΔΣ Nuntius ΑΧΕΠΕΥ και πρώην πρόεδρος του ΣΜΕΧΑ, υποστηρίζει: «Είμαι επιφυλακτικός και περιμένω αναλυτικότερη πληροφόρηση. Θεωρητικά, οι ελληνικές εισηγμένες θα έχουν μια καλύτερη πρόσβαση στο διεθνές επενδυτικό κοινό, πλην όμως ακόμη και η σημερινή κατάσταση δεν εμποδίζει ούτε τους ξένους να αγοράζουν ελληνικούς τίτλους, ούτε τους Έλληνες πελάτες μας να επενδύουν μέσα από τις δικές μας ΑΧΕ σε μετοχές άλλων χρηματιστηρίων.
Επίσης, θα πρέπει να διευκρινιστούν ορισμένα πολύ σημαντικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα το ύψος των συνδρομών και των λειτουργικών εξόδων για τις εγχώριες χρηματιστηριακές εταιρείες. Να δούμε και τί έγινε στην Πορτογαλία, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια συγκρίσιμη αγορά με την ελληνική. Να σημειώσω επίσης ότι δεν είμαι ενθουσιασμένος με το ύψος της δημόσιας πρότασης της Euronext. Δεν τη βρίσκω ελκυστική».
Ακόμη πιο επιφυλακτικός εμφανίζεται ο Νίκος Χρυσοχοΐδης, διευθύνων σύμβουλος της φερώνυμης ΑΧΕΠΕΥ. «Πρώτα απ’ όλα, η αποτίμηση του Euronext γίνεται πολύ κοντά στο υψηλότερο σημείο του κύκλου της συγκεκριμένης μετοχής, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τους μετόχους της ΕΧΑΕ. Επίσης, δεν μπορώ να καταλάβω το όφελος για τον Έλληνα επενδυτή, καθώς θα απευθύνεται σε μια μεγαλύτερη αγορά, η οποία δεν σε ξέρει και είναι αμφίβολο αν θέλει να σε γνωρίσει.
Δεν είμαι βέβαιος ότι οι ξένοι επενδυτές θα ασχοληθούν περισσότερο με τις δικές μας εταιρείες απ’ ότι σήμερα. Επίσης υπάρχουν ζητήματα που θα πρέπει να εξεταστούν: Ποιο θα είναι το κόστος για τις ελληνικές ΑΧΕΠΕΥ; Φοβάμαι ότι θα είναι πολύ υψηλότερο. Θα διατηρηθεί ο τρόπος τήρησης των μετοχών στο όνομα του τελικού επενδυτή, ή θα οδηγηθούμε σε omnibus accounts;».
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.