Δασμοί Τραμπ: Οι Επιπτώσεις στην Τσέπη του Μέσου Αμερικανού – FinanceNews.gr

Ο Μέσος Αμερικανός Καταναλωτής, ο Μεγάλος Χαμένος της Πολιτικής Προστατευτισμού. Η επιβολή δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα αυξάνει το κόστος για τους καταναλωτές, υπονομεύοντας την αγοραστική τους δύναμη και επιβαρύνοντας την καθημερινή ζωή.
Η ανακοίνωση των εισαγωγικών δασμών από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αυτή την εβδομάδα άφησε πολλούς ηττημένους. Από μικρές και φτωχές χώρες όπως το Λάος και η Αλγερία, έως πλούσιους εμπορικούς εταίρους όπως ο Καναδάς και η Ελβετία, όλοι καλούνται να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερα υψηλούς φόρους για τα προϊόντα που εξάγουν στις Ηνωμένες Πολιτείες από τις 7 Αυγούστου.
Οι χώρες που κατάφεραν να αμβλύνουν τις συνέπειες ήταν αυτές που υπέκυψαν στις απαιτήσεις Τραμπ, αποφεύγοντας έτσι ακόμη πιο επώδυνους δασμούς. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν κάποιος θα μπορέσει να πανηγυρίσει μακροπρόθεσμα κάποια νίκη, ούτε καν οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Μόλις έξι μήνες αφότου ανέλαβε ξανά τον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ κατεδάφισε την παλιά παγκόσμια οικονομική τάξη που βασιζόταν σε συμφωνημένους κανόνες. Στη θέση της έθεσε ένα σύστημα όπου ο ίδιος ορίζει τους κανόνες, αξιοποιώντας την οικονομική δύναμη των ΗΠΑ για να τιμωρήσει τις χώρες που δεν αποδέχονται μονομερείς εμπορικές συμφωνίες, αποσπώντας παράλληλα σημαντικές παραχωρήσεις από όσες συμμορφώνονται.
«Ο μεγάλος νικητής είναι ο Τραμπ», δήλωσε ο Άλαν Γουλφ, πρώην αξιωματούχος εμπορίου των ΗΠΑ και αναπληρωτής γενικός διευθυντής στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. «Πόνταρε ότι θα φέρει τις άλλες χώρες στο τραπέζι μέσω απειλών, και τα κατάφερε – εντυπωσιακά».
Τα πάντα ξεκίνησαν στις 2 Απριλίου, την «Ημέρα Απελευθέρωσης» όπως την αποκάλεσε ο Τραμπ, όταν ανακοίνωσε «αμοιβαίους» δασμούς έως και 50% σε εισαγωγές από χώρες με τις οποίες οι ΗΠΑ έχουν εμπορικά ελλείμματα, και «βασικούς» φόρους 10% για σχεδόν όλους τους υπόλοιπους.
Επικαλέστηκε νόμο του 1977 για να κηρύξει εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω του εμπορικού ελλείμματος, παρακάμπτοντας το Κογκρέσο και επιβάλλοντας μονομερείς δασμούς.
Μετά την αρχική αρνητική αντίδραση των αγορών, ο Τραμπ ανέστειλε προσωρινά τους δασμούς για 90 ημέρες, δίνοντας την ευκαιρία σε κάποιες χώρες να διαπραγματευτούν. Πολλές υπέκυψαν, αποδεχόμενες υψηλούς δασμούς που πριν φάνταζαν αδιανόητοι.
Οι αριθμοί
Το Ηνωμένο Βασίλειο συμφώνησε σε δασμούς 10% στις εξαγωγές του προς τις ΗΠΑ — από μόλις 1,3% πριν τον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ — παρά το γεγονός ότι διατηρεί εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ εδώ και 19 χρόνια.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία αποδέχτηκαν δασμούς 15%, σημαντικά υψηλότερους από τα προηγούμενα μονοψήφια ποσοστά, αλλά χαμηλότερους από τους απειλούμενους (30% και 25% αντίστοιχα).
Το Πακιστάν, η Νότια Κορέα, το Βιετνάμ, η Ινδονησία και οι Φιλιππίνες έκλεισαν επίσης συμφωνίες, αποδεχόμενες υψηλούς δασμούς.
Ακόμη και χώρες που είδαν μείωση στους δασμούς χωρίς συμφωνία, όπως η Αγκόλα και η Ταϊβάν, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερους φόρους από ό,τι πριν την πολιτική Τραμπ.
Οι χώρες που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν — πολλές εκ των οποίων είναι από τις πιο φτωχές παγκοσμίως — επλήγησαν σφοδρά. Το Λάος, με εισόδημα μόλις 2.100 δολάρια ανά άτομο, υφίσταται δασμούς 40%, ενώ η Αλγερία (5.600 δολάρια ανά άτομο) πλήττεται με δασμούς 30%, έναντι 75.000 δολαρίων μέσου εισοδήματος στις ΗΠΑ.
Ενδεικτικά, ο Τραμπ επέβαλε δασμό 50% στη Βραζιλία, παρά το εμπορικό πλεόνασμα των ΗΠΑ απέναντι στη χώρα, κυρίως λόγω πολιτικών διαφορών με τον πρώην πρόεδρο Μπολσονάρο.
Παράλληλα, επιβλήθηκαν δασμοί 35% στον Καναδά, εν μέρει ως απειλή για τη στάση του σχετικά με την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους, ενώ η Ελβετία είδε τους δασμούς της να εκτοξεύονται στο 39%.
Η αμερικανική δικαιοσύνη σε ρόλο κριτή
Πέντε αμερικανικές επιχειρήσεις και 12 πολιτείες έχουν προσφύγει στα δικαστήρια, υποστηρίζοντας ότι οι δασμοί υπερέβησαν την εξουσία του προέδρου.
Τον Μάιο, το Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ μπλόκαρε προσωρινά τους δασμούς, ενώ η υπόθεση αναμένεται να φτάσει στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Ποιος πληρώνει τελικά;
Ο Τραμπ παρουσιάζει τους δασμούς ως φόρο που πληρώνουν οι ξένες χώρες, όμως στην πραγματικότητα το κόστος επιβαρύνει τις αμερικανικές εταιρείες εισαγωγής. Αυτές, με τη σειρά τους, μετακυλίουν το κόστος στους καταναλωτές μέσω αυξημένων τιμών.
Οικονομολόγοι της Goldman Sachs εκτιμούν ότι οι εξαγωγείς έχουν απορροφήσει μόλις το ένα πέμπτο του αυξημένου κόστους, ενώ οι αμερικανικές επιχειρήσεις και τελικά οι καταναλωτές επωμίζονται το υπόλοιπο.
Μεγάλες εταιρείες όπως η Walmart, η Procter & Gamble, η Ford, η Best Buy, η Adidas, η Nike και η Mattel έχουν ήδη αυξήσει τις τιμές των προϊόντων τους.
«Πρόκειται για έναν φόρο κατανάλωσης που πλήττει δυσανάλογα τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα», επισημαίνουν ειδικοί, καθώς προϊόντα όπως αθλητικά παπούτσια και ηλεκτρονικές συσκευές, που δεν κατασκευάζονται στις ΗΠΑ, γίνονται ακριβότερα.
Έρευνα του Πανεπιστημίου Γέιλ δείχνει ότι ο μέσος δασμός έχει εκτοξευτεί από 2,5% στις αρχές του 2025 σε 18,3% σήμερα, επιβάλλοντας κόστος περίπου 2.400 δολαρίων στο μέσο αμερικανικό νοικοκυριό — το βαρύτερο φορτίο της νέας δασμολογικής πολιτικής.
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.