Επιτυχία για τις ελληνικές τράπεζες: Υψηλές επιδόσεις στα stress tests, σύμφωνα με τη DBRS – FinanceNews.gr

DBRS: Σημαντική ενίσχυση της κεφαλαιακής τους θέσης και υπεραπόδοση έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου εμφάνισαν οι ελληνικές συστημικές τράπεζες στα φετινά stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με την έκθεση της Morningstar DBRS. Στόχος τους πλέον, η ενδιάμεση διανομή κερδών στο τέταρτο τρίμηνο του 2025.
DBRS: Σκηνικό ασφυξίας για την Ευρώπη οι δασμοί των ΗΠΑ στο 20%
Σε εξαιρετική κατάσταση φαίνεται πως βρίσκονται οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, καθώς – σύμφωνα με την έκθεση της Morningstar DBRS – κατάφεραν να ξεχωρίσουν στα stress tests του 2025 που διενήργησε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA), πετυχαίνοντας επιδόσεις πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τόσο στο βασικό όσο και στο δυσμενές σενάριο.
Ειδικότερα, στο βασικό σενάριο, ο fully loaded δείκτης CET1 για τις ελληνικές τράπεζες παρουσίασε σωρευτική ενίσχυση της τάξης των +280 μονάδων βάσης έως το 2027, υπερδιπλάσια από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο που διαμορφώθηκε στις +130 μονάδες βάσης.
Αντίστοιχα, στο δυσμενές σενάριο, η μέση μείωση του κεφαλαίου για τις ελληνικές τράπεζες ήταν μόλις -134 μονάδες βάσης, έναντι -300 μ.β. για τις ευρωπαϊκές.
Θετική εικόνα καταγράφεται και στον fully loaded δείκτη μόχλευσης: στο δυσμενές σενάριο, η επίπτωση ήταν μόλις -16 μονάδες βάσης για τις ελληνικές τράπεζες, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος έφτασε τις -80 μ.β.
Η εξαιρετική αυτή επίδοση ανοίγει τον δρόμο, σύμφωνα με πληροφορίες, για ενδιάμεση διανομή κερδών από τις περισσότερες ελληνικές τράπεζες στο τέταρτο τρίμηνο του 2025, σηματοδοτώντας την επιστροφή στην κανονικότητα και ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα εξαμήνου
Κατά τ’ άλλα, όπως σημειώνει η DBRS, οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες (Alpha Bank A.E., Eurobank A.E., Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. και Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.) ανέφεραν συνολικά καθαρά κέρδη ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ για το πρώτο εξάμηνο του 2025, αυξημένα κατά 4% σε ετήσια βάση (YoY).
Οι προμήθειες και το εισόδημα από συναλλαγές, σε συνδυασμό με τον έλεγχο του κόστους και τις σταθερές δαπάνες πιστωτικού κινδύνου, μετρίασαν τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους (NII).
Παρ’ όλα αυτά, η μέση απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) μειώθηκε στο 13% στο Α’ εξάμηνο του 2025 από 14% το αντίστοιχο διάστημα του 2024, λόγω συσσώρευσης κεφαλαίων. Η ανθεκτική απόδοση στο πρώτο εξάμηνο του 2025 οδήγησε σε ανοδική αναθεώρηση των προβλέψεων για την κερδοφορία του έτους, κυρίως χάρη στην ισχυρότερη πιστωτική επέκταση και τις ευνοϊκές τάσεις στην ποιότητα ενεργητικού.
Η αύξηση των χορηγήσεων, σε συνδυασμό με τα οφέλη από την αντιστάθμιση επιτοκιακού κινδύνου, το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης μέσω καταθέσεων και τη μεγαλύτερη συμβολή από τίτλους σταθερού εισοδήματος συνέβαλαν στη μείωση της πίεσης στο καθαρό επιτοκιακό έσοδο από τα χαμηλότερα επιτόκια. «Αναμένουμε ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί και στο δεύτερο εξάμηνο του 2025» σημειώνει η DBRS Morgningstar…
Περαιτέρω, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες και συναλλαγές αυξήθηκαν σημαντικά στο πρώτο εξάμηνο του 2025 μέσα σε ένα περιβάλλον αυξημένης μεταβλητότητας, λόγω γεωπολιτικών εντάσεων και του παγκόσμιου εμπορικού πολέμου. Η λειτουργική αποδοτικότητα παρέμεινε ισχυρή.
Το κόστος κινδύνου (COR) και οι δείκτες ποιότητας ενεργητικού συγκλίνουν σταδιακά προς τα ευρωπαϊκά μέσα επίπεδα, υποστηριζόμενα από διαχειρίσιμους πιστωτικούς κινδύνους και διαρκή πιστωτική επέκταση.
Η χρηματοδότηση και η ρευστότητα του τραπεζικού τομέα παραμένουν ισχυρές και η κεφαλαιακή του θέση είναι στιβαρή, εξασφαλίζοντας ευελιξία για μελλοντική στρατηγική, παρά τις αυξημένες αποδόσεις προς τους μετόχους, την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC), τον αντίκτυπο της Βασιλείας IV, τη σημαντική πιστωτική επέκταση και τις εξαγορές.
Έσοδα από προμήθειες και συναλλαγές
Το πρώτο εξάμηνο του 2025, τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 3% σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω της ανόδου στα έσοδα από συναλλαγές και άλλα εισοδήματα. Τα βασικά έσοδα (NII και καθαρές προμήθειες) παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητα, καθώς η μείωση στο καθαρό επιτοκιακό εισόδημα αντισταθμίστηκε από την αύξηση των καθαρών εσόδων από προμήθειες και προμήθειες συναλλαγών. Η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank στο Γ’ τρίμηνο του 2024 συνέβαλε στην ενίσχυση των εσόδων στο Α’ εξάμηνο του 2025.
Στο Α’ εξάμηνο του 2025, το συνολικό καθαρό επιτοκιακό εισόδημα μειώθηκε κατά 2% λόγω των χαμηλότερων επιτοκίων. Η διαρκής αύξηση των δανείων, η αντιστάθμιση επιτοκιακού κινδύνου, το μειωμένο κόστος καταθέσεων και η υψηλότερη συμβολή από τίτλους σταθερού εισοδήματος μετρίασαν την πίεση στο NII. Αναμένεται περαιτέρω ετήσια μείωση στο NII το 2025, όμως η έκδοση νέων δανείων και η ανατιμολόγηση των καταθέσεων με χαμηλότερο κόστος το δεύτερο εξάμηνο του έτους θα συνεχίσουν να μετριάζουν τις επιπτώσεις.
Οι καθαρές προμήθειες αυξήθηκαν κατά 13% σε ετήσια βάση, παρά τη μεταβλητότητα και την αβεβαιότητα που εντάθηκαν λόγω γεωπολιτικών εντάσεων και του εμπορικού πολέμου, ιδιαίτερα στο β’ τρίμηνο.
Τα έσοδα από παραδοσιακές τραπεζικές υπηρεσίες, διαχείριση κεφαλαίων και προϊόντα bancassurance υπερκάλυψαν τις απώλειες από προμήθειες πληρωμών και συναλλαγών, οι οποίες περιορίστηκαν λόγω της κυβερνητικής απόφασης για μείωση ορισμένων χρεώσεων για ιδιώτες πελάτες από το 2025. Το ποσοστό συμμετοχής των καθαρών προμηθειών στα συνολικά έσοδα διαμορφώθηκε στο 20% (από 18% το Α’ εξάμηνο 2024).
Το λειτουργικό κόστος αυξήθηκε κατά 13% σε ετήσια βάση, λόγω και της ενσωμάτωσης της Ελληνικής Τράπεζας. Παρά τις αυξημένες αποδοχές προσωπικού και τις επενδύσεις σε τεχνολογία και ψηφιακά συστήματα, ο μέσος δείκτης κόστους προς έσοδα παρέμεινε ισχυρός, στο 34%. Τα λειτουργικά κέρδη προ προβλέψεων και φόρων μειώθηκαν κατά 2%, αλλά συνεχίζουν να παρέχουν επαρκές περιθώριο για απορρόφηση πιστωτικών ζημιών.
Διαχειρίσιμοι πιστωτικοί κίνδυνοι
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι προβλέψεις για ζημίες από δάνεια (LLPs) παρέμειναν ουσιαστικά σταθερές σε ετήσια βάση, καθώς οι πιστωτικοί κίνδυνοι έχουν σταθεροποιηθεί και ο σχηματισμός νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) παρέμεινε χαμηλός. Ο μέσος δείκτης κόστους κινδύνου (COR) διαμορφώθηκε στις 65 μονάδες βάσης (bps) το Α’ εξάμηνο του 2025, μειωμένος σε σχέση με τα επίπεδα προηγούμενων ετών, και υποστηρίχθηκε από την ισχυρή πιστωτική ανάπτυξη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ορισμένες τράπεζες προχώρησαν πρόσφατα σε πρόωρη καταχώρηση προβλέψεων (frontloading) ενόψει ενός ενδεχόμενου μέτρου από την ελληνική κυβέρνηση για την ανακούφιση δανειοληπτών ορισμένων δανείων, περιλαμβανομένων στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο. Αν και τα περισσότερα από αυτά τα δάνεια εξυπηρετούνται κανονικά, οι δανειολήπτες έχουν δει σημαντική αύξηση των δόσεων τους, λόγω της ανατίμησης του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ.
Παρότι το COR παραμένει υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενδέχεται να μειωθεί στο μέλλον, εφόσον οι τάσεις στην ποιότητα ενεργητικού συνεχίσουν να είναι ευνοϊκές και η πιστωτική επέκταση διατηρηθεί αμείωτη. Η άμεση έκθεση των ελληνικών τραπεζών στις γεωπολιτικές εντάσεις και τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο είναι περιορισμένη· ωστόσο, οι έμμεσες επιπτώσεις στην πιστωτική ποιότητα, κυρίως μέσω επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, απαιτούν διαρκή παρακολούθηση.
Οι Δείκτες Ποιότητας Ενεργητικού συγκλίνουν στον Ευρωπαϊκό Μέσο Όρο
Σύμφωνα με την DBRS, το προφίλ ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών έχει σταθεροποιηθεί σε βελτιωμένα επίπεδα το τελευταίο διάστημα, υποβοηθούμενο από οργανική διαχείριση καθυστερήσεων (workout activity), πωλήσεις NPE, περιορισμένες νέες εισροές NPE, ισχυρή πιστωτική επέκταση και αυξημένα επίπεδα κάλυψης δανείων.
Ο μέσος μικτός και καθαρός δείκτης NPE διαμορφώθηκε στο 2,9% και 0,7% αντίστοιχα στο τέλος Ιουνίου 2025, έναντι 2,9% και 0,8% στο τέλος του 2024. Το μέσο ποσοστό κάλυψης NPE, βάσει των συνολικών προβλέψεων, αυξήθηκε περίπου στο 78%, από 74% στην ίδια περίοδο.
Η μείωση των επιτοκίων, σε συνδυασμό με την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, συνέχισαν να υποστηρίζουν σημαντική έκδοση νέων δανείων.
Η πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά στην Ελλάδα επανήλθε σε θετική πορεία (έστω και οριακά) τον Μάιο του 2025, αν και εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ. Αντίθετα, τα επιχειρηματικά δάνεια αυξήθηκαν σημαντικά, κατά περίπου 18% σε ετήσια βάση, τον Μάιο του 2025, συνεχίζοντας να υπεραποδίδουν έναντι της ζώνης του ευρώ.
Οι ελληνικές τράπεζες φαίνεται να διαθέτουν ισχυρό pipeline για νέες εκταμιεύσεις έως το τέλος του έτους, κυρίως στον τομέα της επιχειρηματικής τραπεζικής.
Το προφίλ χρηματοδότησης
Όπως επισημαίνει ο καναδικός οίκος, οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω καταθέσεων. Οι καταθέσεις πελατών αντιπροσώπευαν περίπου το 88% της συνολικής χρηματοδότησης στο τέλος Ιουνίου 2025 και προέρχονταν κυρίως από ευρείας βάσης και κατά κανόνα σταθερούς ιδιώτες καταθέτες. Οι καταθέσεις αυξήθηκαν περαιτέρω στο Α’ εξάμηνο του 2025, ενώ οι προθεσμιακές καταθέσεις άρχισαν να μειώνονται ως ποσοστό επί του συνόλου, λόγω της λιγότερο ελκυστικής απόδοσής τους.
Η προσφυγή των ελληνικών τραπεζών σε χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα μειώθηκε, εξαιτίας της αποπληρωμής των στοχευμένων πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTROs) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το 2024. Την ίδια στιγμή, οι ελληνικές τράπεζες στράφηκαν περισσότερο στις αγορές, εκδίδοντας καλυμμένα και μειωμένης εξασφάλισης ομόλογα (senior & subordinated), τα οποία αντιστοιχούσαν περίπου στο 7% της συνολικής χρηματοδότησης στο τέλος Ιουνίου 2025.
Αυτές οι εκδόσεις συνέβαλαν στη διατήρηση επαρκών αποθεμάτων κεφαλαίων πάνω από το ελάχιστο απαιτούμενο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.
Η θέση ρευστότητας του τομέα παραμένει υγιής, με:
μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) στο 210%,
μέσο δείκτη σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) περίπου στο 134%, και
μέσο δείκτη δανείων προς καταθέσεις (LtD) στο 69%, στο τέλος Ιουνίου 2025,
παρά τη σημαντική πιστωτική επέκταση.
Ισχυρή κεφαλαιακή θέση
Η κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών είναι πιο ισχυρή σε σχέση με το παρελθόν, γεγονός που αντικατοπτρίζει την ενίσχυση της κερδοφορίας, τις ενέργειες περιορισμού κινδύνων και τη διαχείριση κεφαλαίων, αναφέρει η DBRS.
Όλα αυτά συνέβησαν παρά την αυξημένη απόδοση κεφαλαίων προς μετόχους, την απόσβεση αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC), τον αντίκτυπο της Βασιλείας IV, τη σημαντική πιστωτική επέκταση και τις εξαγορές.
Στο τέλος Ιουνίου 2025:
ο μέσος δείκτης CET1 διαμορφώθηκε στο 16,0% (έναντι 16,1% στο τέλος του 2024),
και ο μέσος συνολικός δείκτης κεφαλαίου στο 20,7% (έναντι 20,2%).
Αυτό μεταφράζεται σε μέσο απόθεμα ασφαλείας περίπου 600 μονάδες βάσης πάνω από τις κανονιστικές απαιτήσεις, τόσο για τον δείκτη CET1 όσο και για τον συνολικό δείκτη κεφαλαίων.
Δεδομένου του άνετου επιπέδου αυτών των αποθεμάτων και της προσδοκίας για συνεχή οργανική δημιουργία κεφαλαίου στο προσεχές διάστημα, οι ελληνικές τράπεζες σκοπεύουν να αυξήσουν σταδιακά τα ποσοστά απόδοσης στους μετόχους τους.
Προς τούτο, οι περισσότερες ελληνικές τράπεζες προτίθενται να προχωρήσουν σε ενδιάμεση διανομή κερδών για το 2025 το Δ’ τρίμηνο, υπό την προϋπόθεση των σχετικών εγκρίσεων. Επιπλέον, αυξάνεται η χρήση προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων μετοχών ως μέσου ανταμοιβής των μετόχων.
Η ποιότητα του κεφαλαίου βελτιώθηκε περαιτέρω το Α’ εξάμηνο του 2025, χάρη στο επιταχυνόμενο πλαίσιο απόσβεσης των DTC που εφαρμόζεται από φέτος. Τα DTC αποτελούσαν περίπου το 46% του κεφαλαίου CET1 στο τέλος Ιουνίου 2025, έναντι 49% στο τέλος του 2024.
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.