Ο ελληνικός φορολογικός Big Brother και ψηφιακός εκσυγχρονισμός

Γιώργος Ν. Νίνος
Οικονομολόγος – Μέλος ΟΕΕ
Λογιστής – Φοροτεχνικός Α’ Τάξης
Πρόεδρος 16ου ΠΤ ΟΕΕ Ιονίων Νήσων
«Ορέ που πάμε ρε, που πάμεεε!!!»
(1954, Ο Βασίλης Αυλωνίτης, πλασάροντας σαν περίοπη νύφη την Γεωργία Βασιλειάδου στην ταινία «Η Ωραία των Αθηνών»)
Απορείτε, ε; Κακώς, να είμαστε πραγματιστές. Συγχωρήστε τη «φλυαρία» μου, αλλά διαβάστε αυτό το κείμενο μέχρι τέλους, όχι για μένα, αλλά για το μέλλον μας. Και εξηγούμαι.
Έγιναν αγώνες για να καταργηθεί ουσιαστικά η υποχρεωτικότητα του Βιβλίου Αποθήκης και των Πρόσθετων Βιβλίων. Δίκαιο; Φυσικά και αυτό για δύο λόγους. Ο πρώτος, το μεγάλο κόστος (σε μηχανογράφηση και προσωπικό) των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, που είναι η συντριπτική πλειοψηφία των υφιστάμενων επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Ο δεύτερος, η μηχανογράφηση του δημοσίου και η δυνατότητα ελέγχου με έμμεσο τρόπο των επιχειρήσεων. Και σήμερα, στην σύγχρονη πλέον εποχή, επανερχόμαστε ξανά στα ίδια και χειρότερα, αφού η «μπάλα» παίρνει στο διάβα της ότι λέγεται επιχείρηση, από την ποιο μικρή μέχρι την ποιο μεγάλη. Ήταν αναγκαίο αυτό, μιλάμε για εκσυγχρονισμό ή πισωγύρισμα, διευκολύνουμε τις επιχειρήσεις και προστατεύουμε την επιχειρηματικότητα ή επιζητείται – επιβάλλεται ο ολοκληρωτικός κεντρικός έλεγχος του συνόλου της επιχειρηματικής δραστηριότητας, της οικονομίας δηλαδή;
Και εδώ τίθεται το ΠΡΩΤΟ μεγάλο ερώτημα. Έκανε την ελεγκτική δουλειά το Ελληνικό Δημόσιο ως όφειλε, ναι ή όχι;
Η απάντηση είναι ένα τεράστιο ΟΧΙ, μεγαλύτερο και από αυτό του ’40. Φανταστείτε μόνον τρία πράγματα, εν μέσω διαχρονικού και παγκόσμιου ηλεκτρονικού οργασμού,
– Πόσα χρόνια πέρασαν για να γίνει η εσωτερική ηλεκτρονική διασύνδεση των τμημάτων κάθε υπουργείου και των υπουργείων μεταξύ τους (και όχι πλήρης ακόμη), όταν κάτι αντίστοιχο στον ιδιωτικό τομέα ήταν και είναι παιχνιδάκι.
– Πόσες χιλιάδες υποθέσεις εκκρεμούν, γιατί οι ελεγκτικές αρχές δεν αξιοποίησαν έγκαιρα τις διασταυρωτικές δυνατότητες που είχαν (ΜΥΦ), ακολουθώντας την πρακτική να δρουν στο τέλος της παραγραφής, κατηγορώντας μάλιστα λόγω αδυναμίας ελέγχου των παρόχων – εκδοτών, επιχειρήσεις (που μέσω των ΜΥΦ αυτές αποκάλυψαν την παραβατικότητα του εκδότη) ως λήπτες εικονικών τιμολογίων.
– Πόσες χιλιάδες υποθέσεις χάνονται για το δημόσιο στα δικαστήρια, γιατί τα ευρήματα από έλεγχο, δεν κοινοποιούνται έγκαιρα σε άλλες συναρμόδιες ή παράπλευρου ενδιαφέροντος υπηρεσίες.
Εδώ θα μου πείτε τι να περιμένει κανείς, αφού το ελληνικό δημόσιο νομοθετούσε παράνομα επί χρόνια την παράταση της παραγραφής στο τελευταίο χρόνο αυτής και όταν μετά από πολλά χρόνια έφθασε μια τέτοια υπόθεση στο ΣτΕ έγινε το αυτονόητο. Καταργήθηκε αυτόματα η παράνομη και αντισυνταγματική αυτή νομοθετική πρακτική (με τεράστια ζημία για το δημόσιο λόγω χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων) με ένα απλό σκεπτικό μόλις δύο αράδων …. Άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος: «2. Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που επεκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε». (ΣτΕ 1738/2017).
Το συμπέρασμα μέχρι εδώ είναι ένα. Το ελληνικό δημόσιο, ως η ανώτερη ελεγκτική αρχή, όφειλε και οφείλει να έχει την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή (σε τεχνολογία και έμψυχο δυναμικό) ώστε να ασκεί νομίμως, εγκαίρως και δικαίως την ελεγκτική του εξουσία. Με λίγα λόγια, όταν θα εφαρμόζεται το όποιο φορολογικό νομοθέτημα, να προϋπάρχει το διασταυρωτικό υπόβαθρο ελέγχου της πλήρους εφαρμογής του και όχι να αναμένεται η εφαρμογή του για να δημιουργηθεί το υπόβαθρο αυτό. Και αυτό συμβαίνει μόνον στην Ελλάδα, πουθενά αλλού στο λεγόμενο δυτικό και ανεπτυγμένο κόσμο.
Και επειδή αυτό συμβαίνει κατά συρροή και πριν και μετά τα μνημονιακά χρόνια, όπου επιπλέον προέκυψε και η θεσμικά κατ’ επιταγή της Ε.Ε., αναγκαστική μείωση προσωπικού των Δ.Ο.Υ. και εμμέσως κεντρικοποίησης των υπηρεσιών αυτών, για «δήθεν λόγους» εξοικονόμησης κόστους και μείωσης της γραφειοκρατίας, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση και υποστελέχωση των υπηρεσιών αυτών, άλλη μεγάλη πληγή αυτή εις βάρος των συναδέλφων του δημόσιου τομέα και της εξυπηρέτησης των φορολογούμενων, κάποια «φαεινά μυαλά» εφηύραν και κάτι άλλο. Ποιο είναι αυτό,
Ο κεντρικός έλεγχος όλων των επιχειρήσεων και για κάθε πράξη άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, με ένα ηλεκτρονικό σύστημα, τη δαπάνη εφαρμογής του οποίου φυσικά θα επιβαρυνθούν αποκλειστικά οι επιχειρήσεις, οι οποίες επιχειρήσεις, θα δίνουν καθημερινή αναφορά και σε χρόνο dt, για το οτιδήποτε κάνουν στο κεντρικό σύστημα αυτό και το ελληνικό δημόσιο θα τα έχει όπως λέμε «όλα στο πιάτο» έτοιμα και σερβιρισμένα. Και φυσικά το όλο σύστημα αυτό δεν το επιμελήθηκε το Ελληνικό Δημόσιο σε συνεργασία με το ΟΕΕ – το θεσμικό του σύμβουλο, αλλά προφανώς και κατ’ εντολή της ΑΑΔΕ κάποιοι ειδικοί – εταιρείες λογισμικού – ιδιώτες, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο και δαιδαλώδες κατά τα δικά τους πρότυπα μηχανογραφικό (όχι λογιστικό ) προϊόν, με ότι αυτό διαχειριστικά συνεπάγεται. Η δε θεσμοθέτηση (εκ των υστέρων φυσικά) από το κράτος των όποιων φορολογικών κινήτρων, δηλαδή των τυχόν μικρο-επιδοτήσεων και ετήσιων αποσβέσεων και υπερ-αποσβέσεων του κόστους επιβάρυνσης των επιχειρήσεων, είναι για να «χρυσωθεί» το χάπι στις επιχειρήσεις, που θα έχουν μόνιμα και αυξητικά (λόγω αγοράς) το κόστος αυτό. Όπως επίσης το αυτό και η ενέργεια του κράτους να δημιουργήσει δωρεάν σχετικές πλατφόρμες εκ των υστέρων, αφού πρώτα θεσμοθέτησε τους πάροχους. Και δεν το λέω αυτό για να υπονοήσω το αυτονόητο, όχι, αλλά για να κατακρίνω την μόνιμη πρακτική των κάθε κυβερνόντων να νομοθετούν χωρίς να υπάρχει το υπόβαθρο εφαρμογής του κάθε νόμου και να τρέχουν μετά την εφαρμογή του να το δημιουργήσουν, «απαιτώντας» μάλιστα από τους επαγγελματίες (τους λογιστές εν προκειμένω) να βάζουν μόνιμα πλάτη και να υπερβαίνουν εαυτούς, όπως και στην συγκεκριμένη περίπτωση, για να πετύχει το όποιο εγχείρημα τους.
Σε εφαρμογή της ιδέας και του συστήματος αυτού λοιπόν, έφεραν,
– Πρώτα τα mydata, αυτό το μηχανογραφικό (όχι λογιστικό) τερατούργημα, το οποίο είναι από το 2020 σε λειτουργία και όλο φτιάχνεται.
– Παράλληλα την αποστολή στο e-send των λιανικών που έκανε χρόνια για να λειτουργήσει, με νομοθετική μάλιστα εξομοίωση (ν.4972/2022, άρθρα 173 &174) της μη αποστολής στο σύστημα αυτό με την φοροδιαφυγή λόγω μη έκδοσης αποδείξεων (!!!).
– Πρόσφατα δε το ηλεκτρονικό πελατολόγιο και την ηλεκτρονική διακίνηση για κάθε συναλλαγή, όλη η οικονομία δηλαδή μια φορολογική αποθήκη.
Με λίγα λόγια και η ποιο μικρή επιχείρηση, στο τελευταίο «κατσικοχώρι» της χώρας, θα πρέπει να διαθέτει internet και τα σχετικά, για να δίνει καθημερινή αναφορά και σε χρόνο dt κάθε συναλλαγής που κάνει στην πλατφόρμα mydata, στον Ελληνικό Φορολογικό BIGBROTHER.
Ακολουθεί το ΔΕΥΤΕΡΟ και συναφές του πρώτου ερώτημα. Είναι όλα αυτά τα παραπάνω σύννομα – συνταγματικά, ναι ή όχι;
Την απάντηση ή εκτίμηση μου επ’ αυτού, ΟΧΙ, την κατέγραψα αναλυτικά σε δύο υπομνήματα τα οποία κατέθεσα στις ΣτΑ του ΟΕΕ. Υπόμνημα 1. myData: Τι έχει τελικά νομοθετηθεί; (12/3/2022 – 82ηΣτΑ ΟΕΕ). Υπόμνημα 2. Ψηφιακός εκσυγχρονισμός ή φορολογική παράνοια; (7/12/2024 – 88ηΣτΑ ΟΕΕ). Παρά την μεγάλη αναγνωσιμότητα και το πλήθος των καθολικά επαινετικών σχολίων που έτυχαν αυτά από επιστήμονες – συναδέλφους στο διαδίκτυο που δημοσιεύθηκαν, δεν έτυχαν του παραμικρού ενδιαφέροντος από την ΚΔ του ΟΕΕ (θα αναφερθώ παρακάτω σ’ αυτό).
Πριν αναφερθώ όμως σε επιπλέον σημαντικές και συμπληρωματικές επισημάνσεις επί των προαναφερθέντων υπομνημάτων μου, να υπενθυμίσω ότι, ακόμη και σήμερα, με το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς όπως έχει διαμορφωθεί χάριν των παραπάνω μηχανογραφικών τερατουργημάτων, δεν μπορεί ουδόλως να αμφισβητηθεί νομικά, η μοναδική αποδεικτική ισχύς των νομίμως και υποχρεωτικά τηρούμενων βιβλίων των επιχειρήσεων (ν.4308/2014), απόλυτα σύννομη η ισχύς αυτή με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και τις υποχρεωτικά εφαρμοζόμενες οδηγίες της ΕΕ. Και συνεχίζω.
Με τους ν. 4172/2013 & ν. 2859/2000 (νυν ν. 5144/2024) καθορίζονται επακριβώς η φορολογητέα ύλη και οι δηλωτικές υποχρεώσεις για λόγους ΦΕ & ΦΠΑ των επιχειρήσεων, όπως επιτάσσει το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος ( «1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο φόρος.»). ΑΡΑ. Οι όποιες σχετικές δηλωτικές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων (οι οποίες ρητά ορίζονται από τους παραπάνω νόμους), προκύπτουν αποκλειστικά από τα λαμβανόμενα και εκδιδόμενα φορολογικά στοιχεία τα οποία έχουν καταχωρηθεί στα υποχρεωτικά και νομίμως τηρούμενα βιβλία των επιχειρήσεων. Η επιχείρηση δηλώνει, το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να δεχτεί τη δήλωση της επιχείρησης χωρίς σε καμία περίπτωση να περιορίζει την υποβολή της και δικαιούται να την ελέγξει εκ των υστέρων για την ορθότητα και την νομιμότητα της. Αυτό και τίποτε άλλο.
Ο ν. 4174/2013 (νυν ν. 5104/2024) μέσω του οποίου επιβλήθηκαν τα παραπάνω μηχανογραφικά τερατουργήματα, είναι ο θεσμικός ελεγκτικός νόμος αφού υποβληθούν ή όχι, εμπρόθεσμα ή εκπρόθεσμα οι δηλωτικές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων. Δεν μπορεί να επιβάλει ο νόμος αυτός το περιεχόμενο των δηλωτικών υποχρεώσεων (άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε να το συναρτήσει με την εκ των προτέρων συλλογή των όποιων πληροφοριακών φορολογικών δεδομένων στην όποια πλατφόρμα έστω και δημόσια. Για να το κάνει αυτό θα πρέπει πρώτα να καταργήσει την υποχρεωτική τήρηση των βιβλίων (ν.4308/2014) και να θεσπίσει την τήρηση αυτών στην πλατφόρμα του δημοσίου. Το Ελληνικό Δημόσιο, βάσει του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου και αρχών του Ευρωπαϊκού Δικαίου, είναι ο εκ των υστέρων Θεσμικός Ελεγκτής και όχι εκ των προτέρων Λογιστής των επιχειρήσεων.
Εν αντιθέσει λοιπόν με όλα τα παραπάνω, το άρθρο 15Α του ν. 4174/2013 (νυν 16 ν. 5104/2024), μέσω του οποίου θεσμοθετήθηκαν τα προαναφερθέντα μηχανογραφικά φορολογικά τερατουργήματα, έγινε στα χέρια των ιθυνόντων της ΑΑΔΕ και του Υπουργείου Οικονομικών εργαλείο κυριολεκτικά καταχρηστικής νομοθετικής φορολογικής αυθαιρεσίας, μέσω μιας ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΗΣ απόφασης (Α.1138/2020), που έμμεσα καθορίζει φορολογητέα ύλη βάσει διαβίβασης και όχι ουσίας νόμου, κάτι που είναι αντίθετο και με το Σύνταγμα (Άρθρο 78 παρ. 4. Το αντικείμενο της φορολογίας …. κλπ … δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης). Το άρθρο αυτό λοιπόν έχει δύο απλές παραγράφους. Τιτλοφορείται με τον τίτλο «Υποχρεωτική ηλεκτρονική διαβίβαση πληροφοριών». Τι ποιο αθώο. Το δημόσιο θέλει να έχει πληροφορίες, ώστε από το συνδυασμό αυτών να μπορεί να κάνει τους κατάλληλους διασταυρωτικούς ελέγχους. Ήταν το άρθρο που δημιουργήθηκε για να εκσυγχρονιστούν οι ΜΥΦ, καλώς. Γι’ αυτό και ο νομοθέτης στην διατύπωση του ανέφερε (παράγραφος 1) ότι «οι οντότητες …. Υποχρεούνται να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ δεδομένα των εκδιδόμενων λογιστικών αρχείων στοιχείων ανεξαρτήτως της μεθόδου έκδοσης αυτών, των τηρούμενων λογιστικών αρχείων βιβλίων …..». ΠΡΟΣΟΧΗ δεν λέει ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ούτε ΟΛΑ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ (τα ελληνικά είναι σαφή), γιατί απλά θέλει κάποια ουσιώδη πληροφοριακά στοιχεία, όπως και με τις ΜΥΦ, ποιο σύντομα και γιατί όχι, καλώς, μέχρι εδώ όμως. Αυτοί όμως οι ιθύνοντες με την απόφαση – νόμο (Α.1138/2020) στα πλαίσια αυτού του άρθρου, θέσπισαν αυτό το δαιδαλώδες μηχανογραφικό τερατούργημα (mydata), καταστρατηγώντας μερικώς ή και πλήρως τους νόμους ν. 4172/2013, ν. 4308/2014, ν. 2859/2000 (νυν ν. 5144/2024) και το σύνταγμα (άρθρο 78 παράγρ. 1& 4).
Επιπλέον δε και με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, «απαξιώνεται» νομοθετικά πλήρως το Σύνταγμα. Που ακούστηκε να συναρτάται η αποστολή των δηλωτικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων, όχι βάσει των δεδομένων των υποχρεωτικώς εκ του νόμου τηρούμενων βιβλίων των επιχειρήσεων, αλλά βάσει των πληροφοριών που έχουν σταλεί σε μια έστω δημόσια πλατφόρμα, χωρίς να έχουν καταργηθεί τα βιβλία των επιχειρήσεων. Δηλαδή και σε πρώτη φάση, οι δηλωτικές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων δεν συναρτώνται με την ουσία των εκδοθέντων ή ληφθέντων παραστατικών που έχουν συμπεριληφθεί στα υποχρεωτικώς τηρούμενα βιβλία των επιχειρήσεων βάσει νόμου (ν. 4308/2014, ν.4172/2013 & ν.2859/2000-νυν ν.5144/2024) και συντάγματος (άρθρο 78 παρ.1 ), αλλά από την αποστολή των δεδομένων των στοιχείων σε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα πληροφοριών!!!!!!!
Και για να το τελειώνουμε κάπου εδώ και να σταματήσει η «πλάκα».
– Που ακούστηκε ο εκ των υστέρων Θεσμικός Ελεγκτής (κράτος) να έχει γνώση και σε χρόνο dt κάθε επιχειρηματικής πράξης, άρα να κάνει έλεγχο εν τη γενέσει της πράξης, τότε το κράτος δεν είναι ο θεσμικός ελεγκτής, αλλά είναι ο «εν δυνάμει» ιδιοκτήτης –διευθυντής – λογιστής της κάθε επιχείρησης.
– Στο Δυτικό Κόσμο που ανήκουμε, τα κράτη θεσπίζουν νόμους για να τους ακολουθούν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις, το δε κάθε κράτος έρχεται εκ των υστέρων και όπου κρίνει σκόπιμο, να ελέγξει αν ο κάθε υπόχρεος ακολούθησε πιστά το νόμο, σε αντίθεση με εμάς, που αποφασίσαμε ξαφνικά να εφαρμόσουμε σύστημα ελέγχου της οικονομίας εν τη γενέσει αυτής, πρακτική εν προκειμένω που δεν έχει υπάρξει κατ’ ελάχιστον ούτε στα ποιο στυγνά ολοκληρωτικά καθεστώτα από γενέσεως του κόσμου.
Αυτόματα προκύπτει και το ΤΡΙΤΟ ουσιώδες ερώτημα. Είναι αυτά τα παραπάνω σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕΕ και το Ενωσιακό Δίκαιο, ναι ή όχι; Και αν ναι, πως πάρθηκαν οι παρεκκλίσεις;
Η βασική αρχή στο Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο ως προς τη φορολογία γενικότερα, είναι ότι διασφαλίζεται το δικαίωμα έκπτωσης της όποιας δαπάνης, εφόσον η ουσία της συναλλαγής είναι πραγματική, ακόμη και αν δεν έχουν τηρηθεί διαδικαστικοί τύποι που έχουν θέσει τα Κράτη – Μέλη. Και αλίμονο αν υπερισχύσει το τυπικό του ουσιαστικού, τότε καταλύεται η έννοια του έννομου κράτους και θα πρέπει η κάθε επιχείρηση να προσφεύγει στην δικαιοσύνη για να αποδείξει το αυτονόητο.
Εδώ φανταστείτε τι πρόκειται να συμβεί στις ενδοκοινοτικές και διασυνοριακές συναλλαγές, αν το όλο ζήτημα διερευνηθεί ποιο διεξοδικά από νομικής απόψεως. Όλα αυτά που θέσπισε το Ελληνικό κράτος ισχύουν για την εγχώρια επιχείρηση και όχι για τον αντισυμβαλλόμενο επιχειρηματία του εξωτερικού, οπότε η μεν εξωχώρια επιχείρηση δεν έχει κανένα φορολογικό φραγμό – αποκλεισμό, η δε εγχώρια επιχείρηση για να ασκήσει το νόμιμο και αυταπόδεικτο δικαίωμα έκπτωσης των πραγματικών συναλλαγών της, θα πρέπει να έχει αναρτήσει αυτή την συναλλαγή στο mydata, η φορολογική «παράνοια» και αυθαιρεσία σε όλο της το μεγαλείο.
Τώρα θα μου πείτε, μα πήραν επίσημα παρέκκλιση. Ορθώς. Μην ξεχνάμε όμως ότι η παρέκκλιση είναι προσωρινή και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και υπό αυστηρούς όρους, σύμφωνα με το πλαίσιο φυσικά των γενικών φορολογικών οδηγιών της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου. Η δε παρέκκλιση αφορά την ηλεκτρονική τιμολόγηση και διακίνηση και όχι τις προϋποθέσεις και το περιεχόμενο των δηλωτικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων. Αμφιβάλλω δε αν έχουν γνωστοποιηθεί στους «κουτόφραγκους» όλα τα άλλα φορολογικά παρελκόμενα που θέσπισε το ελληνικό κράτος, που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο Φορολογικό Δίκαιο (δεν είναι και η πρώτη φορά άλλωστε!!!!!). Και μην ξεχνάμε επίσης ότι στο εξωτερικό και ειδικά στην ΕΕ, όλες οι φορολογικές εφαρμογές – μεταρρυθμίσεις, συναρτώνται υποχρεωτικά με το μέγεθος και την οργάνωση των επιχειρήσεων και τον απαραίτητο μεγάλο χρόνο προσαρμογής πριν την τελική τους εφαρμογή, ενώ εδώ στην Ελλάδα μέσω της παρέκκλισης η «μπάλα» τους πήρε όλους«σβάρνα» και «από τώρα» (σ.σ ακόμη δεν έχει συμμορφωθεί η Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία για την αναπροσαρμογή του κατώτατου ορίου απαλλαγής των πολύ μικρών επιχειρήσεων). Τα συμπεράσματα δε δικά σας, αφού δείτε και πόσες φορές αναγκάστηκε η χώρα μας να καταργήσει εσωτερικές φορολογικές διατάξεις αντίθετες με το Ενωσιακό Δίκαιο, όταν το πήραν χαμπάρι οι «κουτόφραγκοι» (βλέπε γνωστοποίηση εκπτώσεων και 9ετείς συμβάσεις μίσθωσης για ΦΠΑ κ.λπ.).
Το ΤΕΤΑΡΤΟ ερώτημα δεν είναι ρητορικό, αλλά ζήτημα δημοκρατίας και αρχών ελεύθερης οικονομίας. Λέει στους κυβερνώντες αλλά και στον νομικό κόσμο της χώρας μας τίποτα η έννοια ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ – έλεγχος της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ναι ή όχι;
Μιλάμε για τη συνταγματική ουσία της διαφύλαξης, στήριξης και υπεράσπισης από το κάθε κράτος της ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, Όπως και προανέφερα, το κάθε κράτος στον Δυτικό Κόσμο που θέλουμε να ανήκουμε, δεν είναι λογιστής αλλά ελεγκτής των επιχειρήσεων και εκεί που χρειάζεται. Δεν γίνεται λοιπόν να θεωρεί το κάθε κράτος, τον κάθε επιχειρηματία του τόπου του «εν δυνάμει φοροφυγά», ώστε να υπάρχει η ανάγκη ασφυκτικού έλεγχου της κάθε πράξης επιχειρηματικής δραστηριότητας, προκειμένου να γνωρίζει σε χρόνο dt τα φορολογικά του έσοδα, άρα να έχει άμεσα τη γνώση της κάθε επιχειρηματικής πράξης, άρα να κάνει έλεγχο εν τη γενέσει της πράξης, τότε δεν είναι κράτος ελεγκτής, είναι κράτος «εν δυνάμει» ιδιοκτήτης –διευθυντής – λογιστής της κάθε επιχείρησης.
Αν μάλιστα συμβουλευτείτε και τον Πάτερ «Τεφτέριο» του επαγγέλματος (αναφέρομαι στον εκλεκτό και έγκριτο συνάδελφο Κώστα Νιφορόπουλο), ουδέποτε στα οικονομικά χρονικά, από γενέσεως της λογιστικής και οικονομικής επιστήμης, δεν υπήρξε ούτε καν παραπλήσιο σε ελάχιστο βαθμό σύστημα ελέγχου της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας, ούτε στα ποιο στυγνά ολοκληρωτικά ή παρεμφερή καθεστώτα.
Και θέτω εδώ το ερώτημα, πέραν του ολοκληρωτικού ελέγχου της οικονομίας, το ποιος επιχειρηματικά μπορεί να εκμεταλλευτεί το εύρος αυτών των πληροφοριών που συλλέγονται, αφού ναι μεν τύποις η πλατφόρμα mydata είναι δημόσια, ουσιαστικά όμως,
– Σχεδιάστηκε (από ποιόν ή ποιους;) και διαχειρίζεται στην εφαρμογή του από ιδιώτες – πάροχους κυρίως, ερήμην του επίσημου θεσμικού συμβούλου της πολιτείας (ΟΕΕ) – μην το ξεχνάμε αυτό – δημιουργώντας μάλιστα συνθήκες «ολιγοπωλίου» εκ των πραγμάτων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται βάσει οικονομικής θεωρίας, άποψης και πρακτικής.
– Η καθημερινή πληροφορία είναι στην διάθεση του όποιου αρμόδιου δημόσιου λειτουργού, που καλείται να κρίνει από το γραφείο του, την φορολογική συμπεριφορά κάθε επιχείρησης ανάλογα με την ροή έκδοσης ή και το ύψος της αξίας των αποδείξεων και όχι το πραγματικό γεγονός που αντιμετωπίζει κάθε χρονική στιγμή η επιχείρηση.
Αν μετά τα παραπάνω απλά, υπάρχει κανείς που να υποστηρίζει ότι όλα αυτά είναι «αθώα» και ασφαλή, ας τα εισηγηθεί ως Ελληνική Φορολογική Πατέντα και στις χώρες της Δύσης που ανήκουμε !!!!!!!!!!!!!!
Το ΠΕΜΠΤΟ ερώτημα όμως είναι ΟΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ. Όλα τα παραπάνω, έγιναν για την πάταξη της φοροδιαφυγής ή για κάτι άλλο;
Όποιος πιστεύει ότι όλα αυτά οδηγούν στην πάταξη της φοροδιαφυγής, «πλανάται πλάνην οικτράν». Εδώ μιλάμε για την μεγάλη επικοινωνιακή φορολογική αυταπάτη.
Ο κανόνας – αξίωμα (στα μαθηματικά) είναι ένας και απλός, μη επιδεχόμενος αμφισβήτησης. Ότι φορολογικό σύστημα και να εφαρμόσεις, η ουσία της φοροδιαφυγής είναι μία. Η μη έκδοση απόδειξης – τιμολογίου – δελτίου διακίνησης και όχι η μη αποστολή, ούτε η μη διασύνδεση με τα poss, ούτε καν και αυτή η μη καταχώρηση στα βιβλία (που είναι αμφίπλευρη υποχρέωση αντίθετων συμφερόντων), από την στιγμή που υπήρχαν και υπάρχουν άκρως αποτελεσματικές έμμεσες τεχνικές διασφάλισης και ελέγχουν των συναλλαγών, αρκεί να εφαρμόζονται από τη φορολογική αρχή (όπως σε όλα τα κράτη) και εξηγούμαι.
Καθιερώθηκαν εδώ και χρόνια οι ΦΤΜ που είναι μη αλλοιώσιμες, όπως και άλλα συστήματα διασφάλισης των λοιπών συναλλαγών. Σωστά. Καθιερώθηκε με νόμο η μη πληρωμή άνευ έκδοσης παραστατικού. Σωστό. Καθιερώθηκε με νόμο το δικαίωμα του πελάτη να πληρώνει και με poss. Σωστά.Το βασικό δεδομένο όμως είναι ένα. Ο μεγάλος όγκος της οικονομίας περνά μέσα από τα Σ/Μ, τα πρατήρια καυσίμων, τη βιομηχανία, το χονδρεμπόριο και τις επιχειρήσεις διαρκών καταναλωτικών αγαθών, όπου ο κίνδυνος μη έκδοσης παραστατικού πώλησης – διακίνησης είναι αμελητέος ή και ανύπαρκτος. Ακόμη και στην εστίαση η παραβατικότητα λόγω συνθηκών και νομοθετικού περιεχομένου είναι μικρή, στα δε λοιπά ελεύθερα και ελευθέρια επαγγέλματα, αν δεν αλλάξει ο τρόπος της φορολογικής αντιμετώπισης των σχετικών δαπανών, πάντα θα υπάρχει μεγαλύτερη φοροδιαφυγή, όπως καταδεικνύουν και οι φυσικοί έλεγχοι που γίνονται ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες.
Και εδώ έρχονται τα αυτονόητα υπο-ερωτήματα,
– Η διασύνδεση ΦΗΜ και POS τι απέδωσε; Ενδεχόμενα και σε κάποιες περιπτώσεις παραβατικών κλάδων να έχει όντως θετικό αποτέλεσμα σε κάποιο βαθμό, μη ουσιαστικά και επιστημονικά μετρήσιμο όμως, παρά τις όποιες εικασίες και γενικόλογες αποτυπώσεις της φορολογικής αρχής. Η γενίκευση όμως του μέτρου δεν χρειαζόταν, αντίθετα δημιούργησε σοβαρά προβλήματα και κόστος στην πλειοψηφία των υγειών επιχειρήσεων (βλέπε poss χονδρικές – λιανικές, τμηματική εξόφληση συναλλαγής, χρονοκαθυστέρηση ολοκλήρωσης συναλλαγής κ.λπ.) πλέον των θεσπισθέντων υπέρογκων προστίμων μη διασύνδεσης, ενώ οι εκδοθείσες αποδείξεις σε κάθε περίπτωση, είχαν καταχωρηθεί κανονικά στα βιβλία, είχαν διαβιβαστεί κανονικά και εμπρόθεσμα στα mydata τους και δεν υπήρχε φοροδιαφυγή!!!
– Η υποχρεωτικότητα της εξόφλησης συναλλαγών με poss και τράπεζες (άνω των 500 €) τι απέδωσε; Τη συσσώρευση όλου του χρήματος στις τράπεζες, που κερδίζουν αυτές πλέον από προμήθειες και valeur τεράστια ποσά (βάσει επίσημων στοιχείων !!!) και να εκλιπαρούν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά για στοιχειώδη χρηματοδότηση και εξυπηρέτηση!!!
– Το κόστος εφαρμογής όλων αυτών ποιος το πληρώνει; Όλα αυτά δημιουργούν μόνιμο επιπλέον κόστος στις επιχειρήσεις, για την πλειοψηφία των οποίων είναι σημαντικό και δυσβάσταχτο, αφού στην χώρα μας οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις είναι η πλειονότητα. Επιπρόσθετα δε και η ποιο μικρή επιχείρηση, στο τελευταίο «κατσικοχώρι» της χώρας, θα πρέπει να διαθέτει internet και τα παρελκόμενα ηλεκτρονικά μέσα, ώστε να δίνει καθημερινή αναφορά σε χρόνο dt κάθε συναλλαγής που κάνει στην πλατφόρμα mydata, στον Ελληνικό Φορολογικό BIGBROTHER δηλαδή.
– Υπάρχουν αντισταθμιστικές οικονομικές και φορολογικές ελαφρύνσεις των επιχειρήσεων; Οι φορολογικές ελαφρύνσεις που θεσπίστηκαν (μέσω υπερ-αποσβέσεων και επιδοτήσεων) είναι για να χρυσώσουν το χάπι, αφού η ουσία είναι ότι οι επιχειρήσεις, ιδιαίτερα δε οι πολύ μικρές και μικρές, επωμίζονται επιπλέον σημαντικό μόνιμο ετήσιο κόστος, το οποίο για να το απορροφήσουν θα πρέπει να το ρίξουν στην κατανάλωση, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον τζίρο και το μέλλον τους.
– Ποιοί τελικά ωφελούνται οικονομικά από την εφαρμογή όλων αυτών; Εκ των πραγμάτων, το όφελος από την εφαρμογή όλων αυτών το έχουν λίγες επιχειρήσεις λογισμικού και παραγωγής ηλεκτρονικού υλικού που κυριολεκτικά θησαυρίζουν. Επιπλέον, ο μηχανογραφικός (και όχι λογιστικός) σχεδιασμός του όλου συστήματος, αγνοώντας ουσιώδεις υφιστάμενες εγχώριες και ευρωπαϊκές φορολογικές – λογιστικές διατάξεις, δημιούργησε μια δαιδαλώδη ηλεκτρονική πολυπλοκότητα, με αποτέλεσμα να εξαρτώνται στην καθημερινότητα τους και στο διηνεκές (με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε κόστος και χρόνο) οι επιχειρήσεις από τις εταιρείες αυτές, οι λογιστές ξέρουν !!!!!!
Και το βασικό, αρχικό και τελικό ερώτημα που μέχρι σήμερα δεν έχει απαντηθεί.
– Που είναι η μελέτη σκοπιμότητας κόστους – οφέλους, που όφειλε το κράτος να κάνει για τα μέτρα που εφαρμόζει, μελέτη που να αφορά όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (κράτος και επιχειρήσεις), από την στιγμή που μονομερώς το ίδιο το κράτος επιβάλλει μόνιμο κόστος στις επιχειρήσεις; Τέτοια μελέτη η φορολογική αρχή ουδέποτε παρουσίασε για κανένα από τα μέτρα αυτά (mydata – ηλεκτρονική τιμολόγηση – διακίνηση – πελατολόγιο), παρότι ζητήθηκε επίμονα από τους φορείς. Ο λόγος προφανής ….. Τα δε υπόλοιπα συμπεράσματα δικά σας.
Το ΕΚΤΟ ερώτημα είναι της ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗΣ, προς όλους μας. Ο.Ε.Ε., που ήταν, τι έκανε, τι κάνει;
Στον ιδρυτικό νόμο του ΟΕΕ (Ν.1100/1980) και στο άρθρο 2 (Σκοπός του ΟΕΕ), προβλέπονται (επιλεκτικά, συνοπτικά και επιγραμματικά τα αναφέρω) μεταξύ άλλων και τα εξής:
– Στις παραγράφους α, β, γ, δ, προβλέπεται η οίκοθεν (με δική του πρωτοβουλία) έρευνα, ανάλυση, γνωμοδότηση, επεξεργασία και εισήγηση γενικών και ειδικών αρχών, σχεδίων, προτύπων, μεθόδων … επί οικονομικών θεμάτων … σε όλες τις εκδηλώσεις της οικονομικής δραστηριότητας … με σκοπό τη βελτίωση της αποδοτικότητας και την αύξηση της παραγωγικότητας των δημοσίων και ιδιωτικών οικονομικών μονάδων.
– Στις παραγράφους ζ, η, ια, προβλέπεται η προάσπιση των επιστημονικών, επαγγελματικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών συμφερόντων, η μέριμνα για την προαγωγή και την προστασία των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του, ο έλεγχος της επιστημονικής και επαγγελματικής επάρκειας των μελών του ..… Η συνεργασία με τα επιστημονικά και επαγγελματικά σωματεία του κλάδου των οικονομικών επιστημονικών και η παροχή βοήθειας σε αυτά για την επίτευξη των σκοπών τους.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, ο θεσμοθετημένος ρόλος του ΟΕΕ είναι σημαντικός. Από τη μία είναι σύμβουλος της πολιτείας (όχι κυβερνήσεων), πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να είναι αντικειμενικός, κριτικός, επικριτικός και ελεγκτικός νομοθετικά σύμβουλος των κυβερνήσεων. Από την άλλη είναι ο θεσμικός και νομικός υποστηρικτής, διασφαλιστής και διεκδικητής των πάσης φύσεως συμφερόντων των μελών του. Και οι δύο ρόλοι του αυτοί είναι αλληλένδετοι.
Τώρα στο ερώτημα αν το ΟΕΕ ανταποκρίθηκε στο ρόλο του η απάντηση είναι απλή. Ουδέποτε το έπραξε αυτό στον βαθμό που ορίστηκε από το νόμο, αλλά αντίθετα, πάντα έπαιζε και παίζει κυρίως τον ρόλο του «αυλοκόλακα» των κυβερνήσεων.
Αυτή δυστυχώς είναι και η κυριότερη αιτία, που αφ’ ενός μεν κυριαρχεί η όποια κάθε φορά κυβερνητική φορολογική νομοθετική αυθαιρεσία, αφ’ ετέρου δε που οι Οικονομολόγοι – Λογιστές – Φοροτεχνικοί, η κύρια και πολυπληθέστερη ομάδα του ΟΕΕ, να είναι μονίμως ανίσχυροι στην διεκδίκηση ακόμη και των στοιχειωδών επαγγελματικών και εργασιακών τους δικαιωμάτων. Η καθεστωτική (κομματική) νοοτροπία των θεσμικών τους εκπροσώπων.
Και σήμερα μέσα από όλον αυτό τον ψηφιακό αχταρμά, οι επιστήμονες οικονομολόγοι – λογιστές – φοροτεχνικοί, έχουν γίνει datato-λόγοι και άμισθοι ΚΕΠατζήδες χάριν του ελληνικού δημοσίου. Όλοι το βλέπουν, συνάδελφοι και επιχειρηματίες, εκτός από την ΚΔ του ΟΕΕ. Και το ερώτημα εδώ είναι, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων – μελών του ΟΕΕ είναι τεκμηριωμένα και επιστημονικά αντίθετοι με το όλο σύστημα αυτό όπως σχεδιάστηκε, πως η ΚΔ του ΟΕΕ συνηγορεί και συμπράττει στην καθολική εφαρμογή του. Εδώ υπάρχει ΑΡΝΗΣΗ θεσμοθετημένου ρόλου. Και θα θέσω τρεις απλές παραμέτρους.
– Για να γίνει κάποιος datato-λόγος και ΚΕΠατζής, δεν χρειάζεται να πάει και σε οικονομικό πανεπιστήμιο, καλή γνώση Η/Υ χρειάζεται και στη σημερινή εποχή, όλα τα παιδιά απόφοιτοι Λυκείου την έχουν. Οι δε συνάδελφοι οικονομολόγοι – λογιστές – φοροτεχνικοί, σήμερα, στα πλαίσια λειτουργίας αυτού του ψηφιακού μηχανογραφικού λαβύρινθου, έχουν απαξιωθεί σε μεγάλο βαθμό από την επιστήμη τους και την επαγγελματική τους ευρύτητα και αναλώνουν τον χρόνο τους ως χειριστές αυτού του συστήματος και μόνον, έχοντας χάσει σε μεγάλο βαθμό και την επαφή με τη λογιστική και οικονομική επιστήμη.
– Ο σημερινοί και μελλοντικοί απόφοιτοιτων οικονομικών σχολών, τι επιστήμη – επάγγελμα θα ασκήσουν και πού. Η πιστεύει κανείς ότι σε αυτό το δαιδαλώδες ψηφιακό πολυ-πλατφορμικό περιβάλλον, θα έχει την οικονομική δυνατότητα η μικρή και πολύ μικρή επιχείρηση (η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων του τόπου μας) να απασχολεί πέραν των datato-λόγων – ΚΕΠατζήδων και ειδικούς οικονομικούς επιστήμονες (από τις νέες επιστημονικές ειδικότητες που έχουν δημιουργηθεί ντε !!!!!) για αυτονόητες οικονομικές – φοροτεχνικές συμβουλές και κατευθύνσεις.
– Οι επικεφαλής των οικονομικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, αυτά δεν τα βλέπουν ή περιμένουν παράγοντας νέες ειδικότητες ότι θα έχουν φοιτητές, που θα έχουν μέλλον απασχόλησης στην Ελληνική αγορά (για το εξωτερικό δεν το συζητάμε!!!). Η ανάλυση περισσεύει, η απογοήτευση των νέων παιδιών που ασχολούνται ήδη με το επάγγελμα, είναι ο δείκτης αποτυχίας του όλου αυτού συστήματος – μορφώματος.
Όλα αυτά λοιπόν, θα οδηγήσουν μοιραία στην συρρίκνωση (και στον κλάδο μας φυσικά) των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, έως και την εξαφάνιση του μεγάλου όγκου αυτών υπέρ μεγαλύτερου μεγέθους και μικρότερου αριθμού επιχειρήσεων που θα λειτουργούν σε κεντρικότερο επίπεδο. Και η ελληνική ύπαιθρος τι θα γίνει, ποιο κράτος θα πληρώσει τόσους άνεργους. Αντί το ελληνικό κράτος να πριμοδοτήσει φορολογικά τις χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις του τόπου μας που κρατούν ακόμα και την ύπαιθρο ζωντανή, δημιουργώντας και συντηρώντας απασχόληση, θέλει να αστικοποιήσει ουσιαστικά και την ύπαιθρο με ότι δυσμενές θα έχει αυτό, όχι μόνο στην παραγωγή αλλά και στην απασχόληση. Δηλαδή, μήπως τελικά το σχέδιο είναι η χώρα μας να μετατραπεί κύριος τουριστικός προορισμός –«Ταϋλάνδη» της Ευρώπης (πρόσφατο δημοσίευμα του Guardian), οι κάτοικοί της γκαρσόνια και ένα μέρος του επιστημονικού – επαγγελματικού δυναμικού της (όσοι χρειάζονται) υπάλληλοι των μεγάλων επιχειρήσεων που θα ελέγχουν την οικονομία και την ιδιοκτησία γενικότερα; Αυτά δεν τα βλέπει κανείς εκεί στο ΟΕΕ; Πότε περιμένουν για να αντιδράσουν ως εκ του νόμου οφείλουν;
Και στο «δια ταύτα». Γιατί τα γράφω όλα αυτά.
Θα έλεγε κανείς, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», δεν είναι όμως έτσι.
Στα τελευταία πέντε χρόνια που ασχολούμαι με το ΟΕΕ, έγραψα αρκετά υπομνήματα και προτάσεις που έγιναν κτήμα των συναδέλφων μέσω των επαγγελματικών μας ιστοσελίδων. Το ΟΕΕ δεν καταδέχτηκε να ασχοληθεί με αυτά (άραγε λειτουργούν οι επιστημονικές του επιτροπές όπως επιτάσσει ο καταστατικός του νόμος;), αλλά και ούτε κανείς αμφισβήτησε σε επιστημονικό επίπεδο τα γραφόμενα μου, αντίθετα τα σχόλια ήταν και πολυπληθή και άκρως επαινετικά. Πράγμα που σημαίνει ότι τουλάχιστον δεν είμαι γραφικός. Εδώ θα περιαυτολογήσω μάλιστα, με παράπονο, όχι για να προβάλλω τον εαυτό μου, όπως και έχω αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια που ασχολούμαι με το ΟΕΕ αλλά και το επάγγελμα, αλλά για να καταδείξω την πραγματική παθογένεια του χώρου μας. Με δική μου παρότρυνση (2022) άρχισαν να ενεργοποιούνται και τα άλλα ΠΤ του ΟΕΕ, βγάζοντας ανακοινώσεις και θέτοντας προτάσεις, κοινοποιώντας τα δε αυτά και σε όλα τα άλλα ΠΤ, κάτι που δεν έκαναν τα προηγούμενα χρόνια, παραμένει όμως ζητούμενο η ενιαία έκφραση όλων των ΠΤ του ΟΕΕ, κάτι που επιζητούσα από την αρχή της προσπάθειας μου, λόγω δυστυχώς των πολιτικών – κομματικών εξαρτήσεων των ΤΔ από τις κομματικές παρατάξεις του ΟΕΕ. Όμως όλοι έχουμε ευθύνη για το σημερινό επαγγελματικό – επιστημονικό περιβάλλον, που δημιουργήθηκε με την ανοχή ή και απάθεια μας και που θα κληροδοτήσουμε στις επόμενες γενεές. Και μην πει κανείς ότι αυτό επιτάσσει η τεχνολογική εξέλιξη, είναι τουλάχιστον αφελής άποψη, για να μην πω πως πρόκειται, ακόμα και ακούσια, για εσκεμμένη «εγκληματική» επιβολή «ιδίων και αλλότριων συμφερόντων». Ίσα – ίσα που εμείς οι οικονομολόγοι – λογιστές – φοροτεχνικοί, υιοθετώντας με ορθολογικό τρόπο τις τεχνολογικές εξελίξεις από την δεκαετία του ’90 και εντεύθεν, δημιουργήσαμε ένα πραγματικά εκσυγχρονιστικό τεχνολογικό – ηλεκτρονικό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων και έμμεσα του δημοσίου, αυτή είναι η αλήθεια. Στο δια ταύτα όμως, άλλο πράγμα είναι να εκμεταλλεύεται κανείς την τεχνολογία και άλλο η τεχνολογία να σε εκμεταλλεύεται για να πουλάει. Η ορθολογική χρήση της τεχνολογίας είναι εξέλιξη, η ανεξέλεγκτη επιβολή αυτής είναι εμπόριο. Και εγώ σε όλη την διαδρομή μου υπήρξα και παραμένω θιασώτης του ορθολογισμού.
Θα με ρωτήσει βέβαια σε τελική ανάλυση ο κάθε αναγνώστης αυτού του κειμένου, γιατί τα γράφω και τι επιδιώκω.
– Ο πρώτος λόγος είναι, ότι στην επαγγελματική μου διαδρομή άσκησα με συνέπεια και υπευθυνότητα το επάγγελμα μου τιμώντας την επιστήμη που σπούδασα, εμπλουτίζοντας συνεχώς το γνωστικό μου αντικείμενο και έχοντας πάντα τεκμηριωμένη άποψη και μαχόμενος γι’ αυτήν, μη δεχόμενος ποτέ να γίνω ένα άβουλο εργαλείο του όποιου συστήματος.
– Ο δεύτερος λόγος είναι, γιατί θλίβομαι βαθύτατα και ντρέπομαι και για τον εαυτό μου μάλιστα, όταν τα νέα παιδιά που είναι στο επάγγελμα θέλουν να τα παρατήσουν, μη αντέχοντας την πλήρη εργαλοιοποίηση τους μέσα από τον κρατικό εργασιακό καταναγκασμό της πλατφόρμας και την απαξίωση των γνώσεων που απέκτησαν.
– Ο τρίτος λόγος είναι, για να καταλάβουμε όλοι μας ότι δεν φτάνει να συμφωνούμε για το αυτονόητο και απαράδεκτο των όποιων επιβληθέντων εφαρμογών και παράλληλα να τα δεχόμαστε όλα με την απάθεια, την φοβία ή και τον μικρο-ατομισμό που μας διακατέχει, αλλά ότι εμείς θα πρέπει να τα αλλάξουμε όλα αυτά, αφού καταλάβουμε πρώτα ότι όλοι μας εκμεταλλεύονται και μας χρησιμοποιούν, ακριβώς γιατί συμπεριφερόμαστε έτσι και να αγωνιστούμε κάποια στιγμή όχι μόνο για το καλώς εννοούμενο συμφέρον μας αλλά και για την επιβαλλόμενη συνεισφορά μας προς όφελος της οικονομίας γενικότερα, όλοι μας.
Και κάτι τελευταίο, ενδεχόμενα και ως «κύκνειο άσμα» μου στον χώρο αυτό, εκτός κι αν αλλάξει κάτι. Δεν ελπίζω σε τίποτα από τον επιστημονικό – επαγγελματικό μας φορέα, το ΟΕΕ, προανέφερα επακριβώς το γιατί και δεν είναι αυτό ούτε προσωπικό, ούτε μομφή – στοχοποίηση της νυν ΤΔ του ΟΕΕ, το όλο ζήτημα είναι διαχρονικό άλλωστε. Ελπίζω όμως, αν εσείς οι συνάδελφοι κρίνετε ότι αξίζει, μέσα από τη διάδοση αυτού του κειμένου, που λέει τεκμηριωμένες αλήθειες που όλοι δεχόμαστε, μήπως φτάσουν όλα αυτά κάποια στιγμή στο «αυτί» της Δικαιοσύνης, αφού ο θεσμικός μας φορέας (σε αντίθεση με άλλους) το αποφεύγει αυτό όπως «ο Διάολος το λιβάνι», είναι η μόνη μας ελπίδα και διέξοδος, εκεί που οδηγούνται τα πράγματα.
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.