Πόσα χρόνια χρειάζονται για να αποκτήσει κάποιος δικό του σπίτι στην Ελλάδα;

Πόσα χρόνια χρειάζονται για να αποκτήσει κάποιος δικό του σπίτι στην Ελλάδα;


Η απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας στην Ελλάδα καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολη για τα νοικοκυριά, καθώς οι τιμές των ακινήτων συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ η πρόσβαση σε στεγαστική πίστη παραμένει περιορισμένη. Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Eurobank Research, υπό την εποπτεία του επικεφαλής οικονομολόγου του ομίλου, Δρ. Τάσου Αναστασάτου, το κόστος αγοράς κατοικίας σε σχέση με το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα πλησιάζει και πάλι τα υψηλά επίπεδα της προ κρίσης εποχής, θυμίζοντας έντονα το έτος 2007.

Τότε, η τιμή μιας μέσης κατοικίας αντιστοιχούσε σε 14,3 φορές το μέσο ετήσιο εισόδημα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, και λόγω της κατακόρυφης πτώσης στις τιμές των ακινήτων, η αναλογία αυτή είχε μειωθεί στις 11,4 φορές. Ωστόσο, από το 2022 και έπειτα, η τάση έχει αντιστραφεί. Η αναλογία αυξάνεται ξανά, φτάνοντας στις 12,5 φορές, στοιχείο που επιβεβαιώνει την επιδείνωση της «προσιτότητας» για τα ελληνικά νοικοκυριά. Δίχως όμως να υπολογίζονται τα καθημερινά έξοδα.

Παρά την επιδείνωση αυτή, η αγορά κατοικίας εξακολουθεί να παρουσιάζει συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της ενοικίασης. Όπως επισημαίνει η Eurobank, η σχέση μεταξύ τιμής αγοράς και κόστους ενοικίασης παραμένει σαφώς ευνοϊκότερη σε σχέση με τα επίπεδα του 2007, γεγονός που συνεχίζει να αποτελεί κίνητρο για όσους εξετάζουν την αγορά πρώτης κατοικίας.

Ωστόσο, το περιβάλλον εξακολουθεί να είναι σύνθετο και αποτρεπτικό για πολλά νοικοκυριά, κυρίως λόγω της περιορισμένης πρόσβασης στη στεγαστική πίστη. Από τη μια πλευρά, αυστηρότερα τραπεζικά κριτήρια και χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα αποκλείουν αρκετούς ενδιαφερόμενους από τη χρηματοδότηση. Από την άλλη, επικρατεί έντονη επιφύλαξη: αρκετά νοικοκυριά εμφανίζονται απρόθυμα να αναλάβουν μακροχρόνιες οικονομικές δεσμεύσεις, φοβούμενα το ενδεχόμενο μιας νέας περιόδου αβεβαιότητας.

Σύμφωνα με την Eurobank, η αποταμιευτική ικανότητα των ελληνικών νοικοκυριών έχει επιστρέψει σε αρνητικά επίπεδα, μετά την προσωρινή αύξηση που παρατηρήθηκε κατά την περίοδο της πανδημίας. Το 2024, το ισοζύγιο αποταμίευσης διαμορφώθηκε στα -5,2 δισ. ευρώ, δηλαδή στο -3,3% του διαθέσιμου εισοδήματος. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τη δυσκολία των νοικοκυριών όχι μόνο να καλύψουν βασικές καταναλωτικές ανάγκες, αλλά και να προβούν σε επενδύσεις, όπως η αγορά κατοικίας.

Καθοριστικός παράγοντας στη διαρκή πίεση των οικογενειακών προϋπολογισμών είναι ο επίμονος πληθωρισμός, ιδιαίτερα στον τομέα των τροφίμων. Κατά την πενταετία 2020-2024, το κόστος διαβίωσης αυξήθηκε αισθητά, με τις τιμές των τροφίμων να καταγράφουν άνοδο που ξεπερνά το 30%. Η εξέλιξη αυτή συρρικνώνει περαιτέρω τα περιθώρια αποταμίευσης και υπονομεύει τη δυνατότητα ανάληψης νέων δανειακών υποχρεώσεων.

Παράλληλα, παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο της ανάκαμψης της αγοράς ακινήτων, χωρίς να τη συνοδεύει αντίστοιχη ανάκαμψη στη στεγαστική πίστη. Το 2024, οι συνολικές εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων ανήλθαν μόλις σε 1,4 δισ. ευρώ – ποσό μειωμένο κατά 83% σε σχέση με τον μέσο όρο της προ κρίσης περιόδου. Η διστακτικότητα αυτή δεν οφείλεται μόνο στην αυστηρότερη τραπεζική αξιολόγηση, αλλά και σε ευρύτερους ψυχολογικούς και δομικούς λόγους.

Η Eurobank εντοπίζει τρεις βασικές αιτίες πίσω από την περιορισμένη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια:

  • Η υψηλή αύξηση των τιμών ακινήτων, σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές πιέσεις, καθιστά την ανάληψη μακροπρόθεσμων οικονομικών δεσμεύσεων λιγότερο ελκυστική.
  • Η έντονη παρουσία αγοραστών από το εξωτερικό επιδρά κυρίως στην αγορά προσιτών ακινήτων – αυτών που θα ενδιέφεραν περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά που εξαρτώνται από τραπεζική χρηματοδότηση.
  • Η γραφειοκρατία και η καθυστέρηση στις διαδικασίες μεταβίβασης ακινήτων, ειδικά όταν εμπλέκονται προγράμματα επιδότησης, όπως το «Σπίτι μου I & II», αποθαρρύνει τους πωλητές, οι οποίοι τείνουν να προτιμούν αγοραστές με άμεση ρευστότητα.

Η μελέτη καταλήγει ότι, παρότι η σημαντική άνοδος των τιμών προσφέρει ισχυρό κίνητρο για την ενίσχυση της οικοδομικής δραστηριότητας, η επιδείνωση της προσιτότητας των κατοικιών –παρά το ότι παραμένει εντός των ορίων της ευρωζώνης– αποτελεί πηγή εύλογης ανησυχίας. Πρόκειται για ζήτημα με ευρείες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Επιπλέον, οι υφιστάμενοι περιορισμοί στην παραγωγική δυναμικότητα του κατασκευαστικού τομέα καθιστούν σαφές ότι η εξομάλυνση της προσφοράς κατοικιών θα απαιτήσει χρόνο και συντονισμένες παρεμβάσεις.

Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.‌‌

Ροή Ειδήσεων