Τραμπ, το «Μεγάλο, Όμορφο Νομοσχέδιο» και η σιωπηλή αποδόμηση της κοινωνικής πρόνοιας στις ΗΠΑ – FinanceNews.gr

«Ένας προϋπολογισμός είναι ένα ηθικό έγγραφο», όπως τονίζουν εδώ και δεκαετίες ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπογραμμίζοντας ότι πίσω από κάθε αριθμό, κάθε κονδύλι, κάθε περικοπή ή ενίσχυση, κρύβεται μια πολιτική επιλογή – και μια ηθική κρίση. Δεν πρόκειται απλώς για ένα τεχνικό εργαλείο δημοσιονομικής πειθαρχίας· είναι το ζωντανό αποτύπωμα του τι θεωρεί ένα κράτος σημαντικό.
Όταν η υγεία, η παιδεία ή η κοινωνική πρόνοια υποχρηματοδοτούνται, ενώ αυξάνονται οι στρατιωτικές ή κατασταλτικές δαπάνες, το μήνυμα είναι σαφές: προτεραιότητα δεν είναι η προστασία των πιο ευάλωτων, αλλά η διατήρηση ενός συστήματος εξουσίας και ελέγχου. Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε δημόσιος προϋπολογισμός δεν μπορεί να διαβάζεται ουδέτερα – αλλά πρέπει να ερμηνεύεται ως πολιτική δήλωση για το είδος της κοινωνίας που οικοδομείται ή διατηρείται.
Αν οι παραπάνω διαπιστώσεις ευσταθούν, τότε το αποκαλούμενο «Μεγάλο, Όμορφο Νομοσχέδιο» καταλήγει να είναι όχι απλώς ειρωνεία, αλλά ένα σύμβολο της πολιτικής υποκρισίας στην Ουάσινγκτον.
Πρόκειται για έναν προϋπολογισμό που μειώνει κατά 930 δισεκατομμύρια δολάρια το Medicare και το Medicaid την επόμενη δεκαετία και θα μπορούσε να αφήσει έως και 17 εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς ασφάλιση υγειονομικής περίθαλψης. Οι περικοπές στο Πρόγραμμα Συμπληρωματικής Βοήθειας για τη Διατροφή (SNAP) – ένα πρόγραμμα επισιτιστικής βοήθειας για Αμερικανούς που ζουν σε συνθήκες βαθιάς φτώχειας – ανθρώπους μη επιλέξιμους για το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα να μην λιμοκτονούν.
Το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που χτίστηκε από τον Ρούσβελτ το 1935 και επεκτάθηκε από τον Λίντον Μπ. Τζόνσον το 1965 έχει πλέον μετατραπεί σε έναν ξεχασμένο ασθενή. Το 2025, η Αμερική το σπρώχνει στο χείλος της κατάρρευσης – αν όχι εσκεμμένα, τότε σίγουρα αδιάφορα – προς το τμήμα επειγόντων, με τους πιο ευάλωτους πολίτες της να πληρώνουν το τίμημα.
Πρόκειται για μία από τις πιο απότομες οπισθοδρομήσεις των κοινωνικών προγραμμάτων πρόνοιας στις Ηνωμένες Πολιτείες από την ίδρυσή τους το 1935. Πολλοί θα αποδώσουν την ευθύνη στο λεγόμενο «Σχέδιο 2025». Ωστόσο, η περιφρόνηση προς την κοινωνική πρόνοια δεν είναι νέο φαινόμενο· αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του αμερικανικού καπιταλισμού. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν – ή δεν θέλουν – να υπάρξουν χωρίς εκατομμύρια ανθρώπους που εργάζονται φθηνά, ώστε μια μειοψηφία να συσσωρεύει πλούτο και ισχύ, και οι μεγαλοεταιρείες να απομυζούν δημόσιους και φυσικούς πόρους.
Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διέθεταν – έστω και υποτυπωδώς – ένα σύστημα κοινωνικής πρόνοιας για σχεδόν έναν αιώνα αποτελεί σχεδόν ιστορικό παράδοξο. Την ώρα που ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος, όπως και άλλες μεγάλες αυτοκρατορίες, υιοθετούσε ή εκσυγχρόνιζε κοινωνικές πολιτικές ήδη από τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, οι ΗΠΑ επέμεναν σε ένα δόγμα περιορισμένης κρατικής παρέμβασης. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απέφευγε συστηματικά να αναλάβει ευθύνη για την κοινωνική προστασία των πολιτών, αφήνοντας το βάρος στις πολιτείες – κι αυτό με μεγάλες ανισότητες και ασυνέπειες. Μέχρι τη Μεγάλη Ύφεση του 1930, μόνο οι πιο ριζοσπαστικές φωνές του εργατικού κινήματος ζητούσαν μια εθνική πολιτική κοινωνικής πρόνοιας. Το κράτος, ως θεσμός κοινωνικής αναδιανομής, ήταν ξένο προς το πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον της εποχής.
Η Υπουργός Εργασίας Φράνσις Πέρκινς διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο να πείσει τον Πρόεδρο Ρούσβελτ να προωθήσει αυτό που τελικά θα μετατρεπόταν στον Νόμο περί Κοινωνικής Ασφάλισης του 1935. Ήταν η πρώτη φορά που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ αναλάμβανε την ευθύνη παροχής οικονομικής βοήθειας σε ηλικιωμένους, ανέργους, άτομα με αναπηρία και ανύπαντρες μητέρες. Ωστόσο, τόσο η Πέρκινς όσο και ο Ρούσβελτ γνώριζαν καλά πως αυτή η πολιτική επιλογή θα συναντούσε σθεναρή αντίσταση. Ακόμα και με την ανεργία να πλήττει έναν στους τέσσερις Αμερικανούς, η ιδέα μιας ομοσπονδιακής πρόνοιας θεωρούνταν ύποπτη, σχεδόν επικίνδυνη – για πολλούς, ήταν μια απειλή στο αμερικανικό δόγμα της ατομικής ευθύνης και του περιορισμένου κράτους.
Η αντίσταση στον Νόμο περί Κοινωνικής Ασφάλισης του 1935 δεν περιοριζόταν σε ιδεολογικό επίπεδο – είχε ισχυρούς υποστηρικτές στους κόλπους του επιχειρηματικού και πολιτικού κατεστημένου. Ο Χένρι Φορντ, ιδρυτής της Ford Motor Company και εμβληματική μορφή του αμερικανικού βιομηχανικού κεφαλαίου, περιφρονούσε ανοιχτά την ομοσπονδιακή κοινωνική πρόνοια. «Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια. Μπορεί μόνο να φορολογήσει την παραγωγή, τη διανομή και τις υπηρεσίες και σταδιακά να καταπιέσει τους φτωχούς για να πληρώνουν φόρους», δήλωνε. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Άλφ Λάντον – Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης του Κάνσας, πετρελαϊκός μεγιστάνας και αντίπαλος του Ρούσβελτ στις προεδρικές εκλογές του 1936 – υποστήριζε πως ο νόμος όχι μόνο θα επιβάρυνε τους εργαζομένους, αλλά και πως οι φόροι τους θα κατέληγαν να χρηματοδοτούν άλλες κυβερνητικές δαπάνες. «Δεν υπερβάλλω για την ανοησία αυτής της νομοθεσίας. Η εξοικονόμηση που επιβάλλει στους εργαζομένους μας είναι μια σκληρή απάτη», προειδοποιούσε σε μια προεκλογική του ομιλία.
Ακόμα και όταν το Κογκρέσο ενέκρινε τον Νόμο περί Κοινωνικής Ασφάλισης, τον Αύγουστο του 1935, οι πολιτικοί συμβιβασμοί που απαιτήθηκαν για την ψήφισή του ενίσχυσαν τις υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες. Η νομοθεσία απέκλειε από την ομοσπονδιακή πρόνοια ολόκληρες κατηγορίες εργαζομένων: τους αγρότες και τους επίμορκους (sharecroppers) – δύο ομάδες στις οποίες υπερεκπροσωπούνταν οι Αφροαμερικανοί και οι φτωχοί λευκοί του Νότου· τις οικιακές βοηθούς – επάγγελμα όπου κυριαρχούσαν οι μαύρες γυναίκες· αλλά και τους εργαζόμενους σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, στην κυβέρνηση, καθώς και μέρος του προσωπικού στις υπηρεσίες, όπως σερβιτόρους και σερβιτόρες. Οι αποκλεισμοί αυτοί δεν ήταν τυχαίοι· ήταν αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης με Νότιους νομοθέτες και συντηρητικούς, οι οποίοι επιδίωξαν να διατηρήσουν την ιεραρχία του Jim Crow (ο όρος προέρχεται από μια ρατσιστική θεατρική περσόνα) και την ακραία φυλετική ανισότητα.
Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, παρά τις προόδους στα πολιτικά δικαιώματα και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, το αμερικανικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας παρέμεινε αποσπασματικό και άνισο. Κάθε προσπάθεια για καθολική πρόνοια συναντούσε ισχυρές πολιτικές αντιδράσεις, με το φόβο ότι μια «κοινωνική πολιτική ευρωπαϊκού τύπου» θα υπονόμευε το αμερικανικό όνειρο της ανεξαρτησίας και της ατομικής επιτυχίας. Ταυτόχρονα, η άνθηση των αγορών και η παγκοσμιοποίηση οδήγησαν στην αποδιάρθρωση πολλών παραδοσιακών βιομηχανικών τομέων, αυξάνοντας την ανισότητα και τη φτώχεια, αλλά χωρίς την ανάλογη ανάπτυξη συστημάτων κοινωνικής προστασίας.
Επιστρέφοντας στη σύγχρονη εποχή, η αμερικανική πολιτική σκηνή παρουσιάζει μία βαθιά ρήξη: ενώ ένα τμήμα της κοινωνίας διεκδικεί αυξημένη προστασία, υγειονομική περίθαλψη για όλους και καταπολέμηση της φτώχειας, η πολιτική ελίτ παραμένει προσκολλημένη σε ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο λιτότητας και συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας.
Το «Μεγάλο, Όμορφο Νομοσχέδιο» δεν είναι παρά η επιτομή αυτής της πολιτικής επιλογής: να διατηρηθεί η ισχύς και ο πλούτος των λίγων, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να καταπατούνται τα δικαιώματα και οι ανάγκες των πολλών.
Αυτή είναι η αλήθεια πίσω από τους αριθμούς – και μια προειδοποίηση πως, χωρίς ριζικές αλλαγές, η αμερικανική κοινωνία θα συνεχίσει να απομακρύνεται από το ιδανικό της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.