Tι σημαίνει η αναβάθμιση από FTSE Russell για ΧΑ και επενδυτές

ΕΧΑΕ: Στο 1,52% το ποσοστό της Qube μέσω equity swaps


Μετά από δεκατρία χρόνια παρουσίας στις «αναδυόμενες» αγορές, η Ελλάδα επέστρεψε και επίσημα στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών, σύμφωνα με την απόφαση που ανακοίνωσε αργά το βράδυ της Δευτέρας ο διεθνής οίκος FTSE Russell, μετά το κλείσιμο της Wall Street. Μια κίνηση που χαιρετίστηκε τόσο από την κυβέρνηση, διά του υπουργού Οικονομικών Κυριάκου Πιερρακάκη, όσο και από το ίδιο το Χρηματιστήριο Αθηνών.

Η αναβάθμιση τίθεται σε ισχύ από τις 21 Σεπτεμβρίου του 2026, σηματοδοτώντας μια ιστορική στιγμή για το Χρηματιστήριο Αθηνών και την ελληνική κεφαλαιαγορά, που ανακτούν τη θέση τους στην «πρώτη κατηγορία» των διεθνών αγορών, ύστερα από περισσότερο από μια δεκαετία οικονομικών αναταράξεων και θεσμικής ανασυγκρότησης.

Η εξέλιξη αυτή ακολουθεί τη διαδοχική ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους τέσσερις μεγάλους οίκους αξιολόγησης και έρχεται να επικυρώσει, σε συμβολικό και πρακτικό επίπεδο, τη νέα εικόνα της ελληνικής οικονομίας.

Από την κρίση στην επιστροφή

Η Ελλάδα είχε υποβαθμιστεί στην κατηγορία των «αναδυόμενων» το 2012, εν μέσω της δημοσιονομικής κρίσης και της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος. Έκτοτε, ακολούθησε μια μακρά περίοδος εξυγίανσης, μεταρρυθμίσεων και θεσμικής αναδιάρθρωσης.

Σήμερα, με τις τράπεζες να εμφανίζουν κεφαλαιακή επάρκεια άνω του 18%, με δείκτες κερδοφορίας και αποδοτικότητας σε ιστορικά υψηλά, και με την οικονομία να αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, η αναβάθμιση έρχεται ως φυσική εξέλιξη.

Όπως είχε δηλώσει επανειλημμένα ο διευθύνων σύμβουλος του Χρηματιστηρίου Αθηνών, Γιάννος Κοντόπουλος αλλά και κυβερνητικές πηγές, η επάνοδος στις ανεπτυγμένες αγορές αποτελούσε «κεντρικό στόχο» της διοίκησης του ΧΑ και της κυβέρνησης, ενταγμένο σε ένα ευρύτερο σχέδιο προσέλκυσης νέων επενδυτών και ενίσχυσης της ρευστότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετείται άλλωστε και η δημόσια πρόταση του Euronext για την ΕΧΑΕ. Ο απώτερος σκοπός είναι η ενσωμάτωση της εγχώριας χρηματαγοράς στη δεξαμενή ρευστότητας και η ενίσχυση της πρόσβασης ελληνικών επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση μέσω του Euronext.

Η απόφαση του FTSE Russell, σε κάθε περίπτωση, είναι ψήφος εμπιστοσύνης στην πορεία που έχει διανύσει η χώρα και στην αξιοπιστία του ελληνικού χρηματιστηρίου.

Οι θετικές συνέπειες

Η αναβάθμιση αναμένεται να λειτουργήσει ως καταλύτης για νέες εισροές κεφαλαίων από διεθνείς επενδυτές και διαχειριστές παθητικών κεφαλαίων (ETFs, index funds) που επενδύουν αποκλειστικά σε δείκτες αναπτυγμένων αγορών. Εκτιμάται ότι, σε ορίζοντα 12 μηνών, οι εισροές αυτές μπορεί να ξεπεράσουν τα 300–500 εκατ. ευρώ, με βάση προηγούμενες εμπειρίες άλλων χωρών που ακολούθησαν ανάλογη πορεία, όπως η Πορτογαλία και το Ισραήλ.

Παράλληλα, η αναβάθμιση αυξάνει τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του ΧΑ, μειώνει το αντιληπτό ρίσκο χώρας και αναμένεται να συμβάλει σε χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου για τις εισηγμένες επιχειρήσεις.

Για πολλές από αυτές —ιδίως για τους τραπεζικούς και ενεργειακούς ομίλους—, η αλλαγή κατηγορίας αποτελεί «διαβατήριο» για την προσέλκυση νέων μακροπρόθεσμων επενδυτών.

Σύμφωνα με τις πρώτες προσομοιώσεις διεθνών οίκων, η αναβάθμιση μπορεί να οδηγήσει σε ανατιμήσεις των ελληνικών μετοχών κατά 5% έως 10% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς τα θεμελιώδη μεγέθη της χώρας συνδυάζονται με αποτιμήσεις που παραμένουν ελκυστικές έναντι των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών αγορών.

Οι προκλήσεις και τα ρίσκα

Παρά τα θετικά μηνύματα, δεν λείπουν και οι επιφυλάξεις. Η ελληνική αγορά εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από περιορισμένο βάθος και χαμηλή συναλλακτική δραστηριότητα συγκριτικά με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες.

Ο αριθμός των εισηγμένων που πληρούν σταθερά τα διεθνή κριτήρια ρευστότητας παραμένει περιορισμένος, ενώ οι μεγάλες κεφαλαιοποιήσεις εξακολουθούν να συγκεντρώνονται σε λίγους τίτλους – κυρίως στις τράπεζες, τον ΟΤΕ, τον ΟΠΑΠ, τη Μetlen, τη ΔΕΗ και τη Jumbo.

Επιπλέον, η έξοδος της Ελλάδας από τους δείκτες των αναδυόμενων σημαίνει ότι τα emerging market funds θα πρέπει να ρευστοποιήσουν τις ελληνικές τους θέσεις, προκαλώντας προσωρινή πίεση στις τιμές. Παρότι η απώλεια αυτή εκτιμάται μικρότερη σε σχέση με τα δυνητικά οφέλη, δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε βραχυπρόθεσμη μεταβλητότητα, ιδίως ενόψει των τεχνικών προσαρμογών των χαρτοφυλακίων.

Η συμμετοχή της Ελλάδας στους developed δείκτες θα είναι σχετικά μικρή – πιθανότατα κάτω από 0,1% στους πανευρωπαϊκούς δείκτες – γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα μεγάλων θεσμικών να διατηρούν υπέρμετρη έκθεση. Για τον λόγο αυτό, οι αναλυτές υπογραμμίζουν ότι η αναβάθμιση πρέπει να ιδωθεί περισσότερο ως «σφραγίδα αξιοπιστίας» παρά ως άμεσος μοχλός για εκρηκτικές εισροές.

Σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή της Ελλάδας στις ανεπτυγμένες αγορές αποτελεί σημαντικό σταθμό για την οικονομία και τη χρηματιστηριακή αγορά, αποτυπώνοντας την πρόοδο που έχει συντελεστεί την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, η διατήρηση του momentum απαιτεί συνέχιση των μεταρρυθμίσεων: αύξηση του free float, ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης, διεύρυνση του επενδυτικού κοινού και προσέλκυση νέων εκδόσεων στο ΧΑ.

Πρακτικά, δηλαδή, το σύνολο του «οικοσυστήματος» της εγχώριας αγοράς, η ΕΧΑΕ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και οι χρηματιστηριακές εταιρείες καλούνται να προσαρμοστούν σε ένα νέο, υψηλών απαιτήσεων, περιβάλλον.

Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.‌‌

Ροή Ειδήσεων