Εξέλιξη της χαλαρότητας στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα (2009–2024) – FinanceNews.gr

Η χαλαρότητα (labour market slack) στην ελληνική αγορά εργασίας, εκφρασμένη ως ποσοστό του «εκτεταμένου» εργατικού δυναμικού (extended labour force), έχει περιοριστεί σημαντικά σε σχέση με τα ιστορικά υψηλά επίπεδα που καταγράφηκαν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Παρά τη συνεχιζόμενη υπεροχή έναντι του μέσου όρου της ΕΕ-27, το σχετικό ποσοστό έχει συγκλίνει αισθητά προς τα επίπεδα της ΕΕ και της Ευρωζώνης, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην έκτη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 το 2024.
Αυτό αναφέρει η Eurobank στο οικονομικό της δελτίο «7 Ημέρες Οικονομία» των αναλυτών της, όπου καταγράφεται η εξέλιξη της χαλαρότητας της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα και σύγκριση με την ΕΕ-27 κατά την περίοδο 2009-2024.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η εγχώρια αγορά εργασίας υπέστη έντονη αποσταθεροποίηση: το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 7,8% το 2008 στο 27,5% το 2013, πριν ακολουθήσει μακρά περίοδο αποκλιμάκωσης και υποχωρήσει στο 10,1% το 2024. Η μείωση αυτή αποδίδεται αφενός στην επάνοδο της οικονομικής δραστηριότητας, αφετέρου στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν στην αγορά εργασίας και στην οικονομία ευρύτερα.
Σύμφωνα με τη Eurostat, η χαλαρότητα στην αγορά εργασίας αντανακλά τη μη πλήρη αξιοποίηση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού και περιλαμβάνει τέσσερις επιμέρους κατηγορίες:
(α) άνεργοι,
(β) υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης,
(γ) άτομα διαθέσιμα προς εργασία χωρίς ενεργή αναζήτηση, και
(δ) άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμα.
Για σκοπούς συγκρισιμότητας, η Eurostat υπολογίζει τους δείκτες αυτούς επί του εκτεταμένου εργατικού δυναμικού, που περιλαμβάνει τόσο το ενεργό εργατικό δυναμικό όσο και τις δύο τελευταίες κατηγορίες του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Συγκριτική ανάλυση 2009–2024
Την περίοδο 2009–2024, η μέση χαλαρότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας διαμορφώθηκε στο 24,7%, έναντι 15,9% στην ΕΕ-27 και 17,1% στην ΕΖ-20. Το υψηλό αυτό ποσοστό οφείλεται πρωτίστως στο επίπεδο ανεργίας, το οποίο εξηγεί περίπου το 71% της συνολικής χαλαρότητας. Η σύγκριση των ετών 2013 (34,3%) και 2024 (14,4%) αποκαλύπτει μείωση κατά 19,9 ποσοστιαίες μονάδες — τη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27.
Η ταχύτερη αποκλιμάκωση σημειώθηκε την περίοδο 2017–2019 (κατά μέσο όρο -2,2 π.μ. ετησίως) και την τριετία 2021–2023 (-3,1 π.μ.). Από το 2020 και εξής, η ελληνική αγορά εργασίας εμφανίζει αυξημένη σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, με τη χαλαρότητα να υποχωρεί κάτω από τα μέσα ποσοστά της ΕΖ-20 και της ΕΕ-27. Η σύγκλιση είναι ταχύτερη στους άνδρες, ενώ στις γυναίκες παραμένει πιο αργή, αντανακλώντας τη χαμηλότερη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό.
Επιμέρους συνιστώσες
Μετά την ανεργία, η δεύτερη σημαντικότερη συνιστώσα είναι η υποαπασχόληση μερικής απασχόλησης, με μέσο ποσοστό 3,7% του εκτεταμένου εργατικού δυναμικού. Ο αριθμός των υποαπασχολούμενων μειώθηκε από 252 χιλ. το 2016 σε 108 χιλ. το 2024. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε κατά την περίοδο της κρίσης (2009–2016), αντανακλώντας την απώλεια θέσεων πλήρους απασχόλησης, και στη συνέχεια παρουσίασε συνεχή πτώση, φθάνοντας στα επίπεδα προ κρίσης. Διαχρονικά, το ποσοστό είναι υψηλότερο στις γυναίκες (4,8%) έναντι των ανδρών (2,8%).
Η κατηγορία των ατόμων διαθέσιμων προς εργασία χωρίς ενεργή αναζήτηση αυξήθηκε σημαντικά την περίοδο 2012–2019, πιθανόν λόγω αποθάρρυνσης μακροχρόνια ανέργων, και κορυφώθηκε στη διετία 2020–2021 (196,5 χιλ.) λόγω των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας. Το 2024, ο αριθμός αυτών των ατόμων επανήλθε στα επίπεδα του 2009 (84 χιλ.). Η συμμετοχή των γυναικών σε αυτή την κατηγορία είναι υπερδιπλάσια των ανδρών (4,0% έναντι 1,8%).
Η τέταρτη κατηγορία — άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμα — παραμένει οριακή (0,5% του εκτεταμένου εργατικού δυναμικού), με ελαφρώς υψηλότερη παρουσία στις γυναίκες.
Παράγοντες επιμονής και προοπτικές
Παρά την έντονη αποκλιμάκωση, η συνολική χαλαρότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας παραμένει σχετικά υψηλή. Η επιμονή αυτή αποδίδεται κυρίως:
στην αναντιστοιχία δεξιοτήτων μεταξύ προσφερόμενων και ζητούμενων θέσεων εργασίας,
στη χαμηλή συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας (από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ-27).
Η περαιτέρω σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά επίπεδα προϋποθέτει στοχευμένες πολιτικές ενίσχυσης της συμμετοχής των δύο αυτών ομάδων και αναβάθμισης δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, με έμφαση στους μακροχρόνια ανέργους.
Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της αγοράς εργασίας αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για την επιτάχυνση του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης και την άμβλυνση των επιπτώσεων από τη δημογραφική συρρίκνωση και το διατηρούμενο επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας.
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.