Ρευστότητα τώρα: Πώς σχεδιάζει η κυβέρνηση να ελαφρύνει τις μικρομεσαίες
Η κυβέρνηση εξετάζει μείωση της προκαταβολής φόρου και κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων. Ποιο το κόστος
Στο μικροσκόπιο του οικονομικού επιτελείου βρίσκονται μέτρα που μπορούν να δώσουν πραγματική ανάσα ρευστότητας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις τα επόμενα χρόνια. Η μείωση της προκαταβολής φόρου και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος επανέρχονται δυναμικά στο τραπέζι, με την κυβέρνηση να εξετάζει προσεκτικά κόστος και δημοσιονομικά περιθώρια πριν οριστικοποιήσει αποφάσεις.
Πρόκειται για παρεμβάσεις που έχουν υψηλό «δημοσιονομικό αποτύπωμα». Η προκαταβολή φόρου αποδίδει κάθε χρόνο περίπου 3,6 δισ. ευρώ, ενώ το τέλος επιτηδεύματος (που ανέρχεται στα 1.000 ευρώ ανά επιχείρηση) εισφέρει περί τα 240 εκατ. ευρώ. Οποιαδήποτε αλλαγή απαιτεί αντίβαρα ώστε να μην δημιουργηθούν μόνιμα κενά στον προϋπολογισμό.
Τι αλλάζει και πότε
Η μείωση της προκαταβολής φόρου εξετάζεται ως μέτρο με προσωρινή επίδραση στα δημόσια έσοδα, αφού το κενό που δημιουργείται μέσα σε μία χρήση ανακτάται στο επόμενο φορολογικό έτος. Αντίθετα, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος θεωρείται μόνιμη ελάφρυνση, με απώλεια εσόδων που θα πρέπει να καλυφθεί με άλλες παρεμβάσεις ή από την καλύτερη πορεία των δημοσίων οικονομικών.
Η συζήτηση συνδέεται με το γενικότερο πλαίσιο βελτίωσης των φορολογικών επιδόσεων και της ψηφιοποίησης της ΑΑΔΕ, που έχει περιορίσει τη φοροδιαφυγή και επιτρέπει πιο στοχευμένες κινήσεις. Κυβερνητικοί παράγοντες δεν αποκλείουν ότι οι αλλαγές στην προκαταβολή θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν από το 2026, εφόσον τα δεδομένα το επιτρέψουν.
Γιατί η προκαταβολή φόρου θεωρείται «βαρίδι»
Στην Ελλάδα, οι επιχειρήσεις καλούνται να καταβάλουν προκαταβολή ίση με το 80% του φόρου που προκύπτει από τα κέρδη της προηγούμενης χρονιάς, ενώ για τις νεοσύστατες προβλέπεται μειωμένος συντελεστής τα τρία πρώτα έτη. Το σύστημα αυτό ουσιαστικά δεσμεύει ρευστότητα εκ των προτέρων, συχνά ανεξάρτητα από την πραγματική οικονομική πορεία της επόμενης χρήσης.
Σε πολλές χώρες της ΕΕ η προκαταβολή λειτουργεί διαφορετικά. Στη Γαλλία και στη Γερμανία ο φόρος κατανέμεται σε δόσεις μέσα στο έτος και αναπροσαρμόζεται αν αλλάξουν τα οικονομικά δεδομένα. Μικρές επιχειρήσεις με χαμηλό τζίρο απαλλάσσονται ή αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη ευελιξία. Έτσι, το φορολογικό βάρος παραμένει μεν, αλλά δεν αφαιρεί κρίσιμη ρευστότητα από την αρχή.
Το ελληνικό μοντέλο, αντιθέτως, λειτουργεί ως προπληρωμή με βάση το χθεσινό αποτέλεσμα, ακόμη κι αν το αύριο αποδειχθεί δυσμενέστερο. Γι’ αυτό και η μείωση της προκαταβολής βρίσκεται σταθερά στην κορυφή των αιτημάτων των επαγγελματικών φορέων.
Το παράδειγμα της Γαλλίας είναι χαρακτηριστικό. Ο εταιρικός φόρος καταβάλλεται σε τέσσερις δόσεις και συμψηφίζεται στο τέλος της χρονιάς με τα πραγματικά αποτελέσματα. Αν τα κέρδη μειωθούν, οι καταβολές περιορίζονται. Αν αυξηθούν, πληρώνεται η διαφορά με την εκκαθάριση. Με αυτόν τον τρόπο, το κράτος εισπράττει εγκαίρως, αλλά δεν επιβαρύνει δυσανάλογα τις επιχειρήσεις.
Αντίθετα, μια αντίστοιχη ελληνική επιχείρηση καλείται να πληρώσει τον φόρο της χρονιάς που πέρασε και ταυτόχρονα προκαταβολή έως 80% για την επόμενη, ακόμη κι αν η πορεία της επιδεινωθεί. Το αποτέλεσμα είναι δεσμευμένοι πόροι που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε επενδύσεις, θέσεις εργασίας ή κάλυψη υποχρεώσεων.
Το διακύβευμα για την οικονομία
Το σχέδιο ενίσχυσης της ρευστότητας δεν αφορά μόνο τη φοροελάφρυνση, αλλά κυρίως τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων και υψηλών λειτουργικών δαπανών. Η κυβέρνηση επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και στην ανάγκη στήριξης της πραγματικής οικονομίας.
Το αν τα μέτρα θα προχωρήσουν, θα κριθεί από την πορεία των εσόδων, τις προτεραιότητες των Βρυξελλών και την ικανότητα του κράτους να διασφαλίσει ότι η χαλάρωση της φορολογίας θα επιστρέψει στην οικονομία με τη μορφή επενδύσεων και ανάπτυξης.
Διαβάστε επίσης: Επιχειρηματικά ταμειακά διαθέσιμα σε συρρίκνωση – Η ρευστότητα μεταφέρεται εκτός τραπεζών
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.




