Το «μικρό θαύμα» του ελληνικού τουρισμού το φθινόπωρο

Την τάση που θέλει όλο και περισσότερους τουρίστες να επιλέγουν να κάνουν διακοπές τους μήνες εκτός της περιόδου υψηλής ζήτησης επιβεβαιώνει το νέο τεύχος της σειράς μελετών «Τάσεις του επιχειρείν» της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, βάσει του οποίου σχεδόν 3 στους 10 (1 στους 4) ταξιδιώτες επισκέφθηκαν το 2024 την Ελλάδα το φθινόπωρο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΤΕ, οι αφίξεις του φθινοπώρου, το οποίο αναδεικνύεται στην πιο ανεπτυγμένη περίοδο εκτός καλοκαιριού, ενισχύθηκαν κατά 9% σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκαν σε 9,3 εκατ. από τα 36 εκατ. που καταγράφηκαν συνολικά πέρυσι. Μάλιστα, ο αριθμός των τουριστικών αφίξεων το φθινόπωρο σημείωσε άνοδο 15% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2019, παραπέμποντας σε διπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης έναντι του καλοκαιριού.
Οι αγορές που μείωσαν την εποχικότητα
Αρωγοί στην προσπάθεια άμβλυνσης της εποχικότητας του ελληνικού τουρισμού στάθηκαν το 2024 οι τέσσερις «παραδοσιακές» αγορές προέλευσης ταξιδιωτών, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ, που κατάφεραν να αυξήσουν το μερίδιό τους κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, από το 35% το 2019 στο 39% το 2024.
Την πιο ισχυρή άνοδο κατέγραψαν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία στο 37% και 30% έναντι του 2019, καλύπτοντας επί της ουσίας το 50% της συνολικής αύξησης της περιόδου. Την τρίτη θέση κατέλαβαν οι ΗΠΑ, σημειώνοντας άνοδο 28% σε σχέση με τα προ πανδημικά επίπεδα, ενώ μικρότερη άνοδο, στο 14%, σημείωσε από την πλευρά της η Γαλλία.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι η αύξηση που κατέγραψαν οι ΗΠΑ, που αποτελούν και την πιο «δυνατή» μεταξύ των μακρινών αγορών, δεδομένου ότι οι ταξιδιώτες από την άλλη άκρη του Ατλαντικού έχουν υψηλότερη δαπάνη ανά άφιξη και χαμηλότερη εποχικότητα. Με βάση τα στοιχεία, η μέση δαπάνη ανά άφιξη ανά Αμερικανό τουρίστα διαμορφώνεται σε 960 ευρώ, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσό για τους Γερμανούς φτάνει τα 555 ευρώ, για τους Βρετανούς τα 529 ευρώ και για τους Γάλλους τα 512 ευρώ.
Οι τιμές
Η μείωση της εποχικότητας αποτυπώνεται και στην αύξηση του τζίρου των ξενοδοχείων κατά τη φθινοπωρινή περίοδο. Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΤΕ, οι πωλήσεις των ξενοδοχείων ενισχύθηκαν σε ποσοστό 28% έναντι του 2019 σε σταθερές τιμές. Ενδεικτικές της άμβλυνσης της εποχικότητας είναι και οι αυξήσεις που παρατηρήθηκαν στις υπόλοιπες περιόδους, με τον τζίρο τον χειμώνα να ενισχύεται κατά 38%, την άνοιξη κατά 23% και, τέλος, το καλοκαίρι κατά 16% σε σχέση με τα προ πανδημίας μεγέθη.
Σε μηνιαία βάση, την υψηλότερη αύξηση κατέγραψε στο 51% ο Νοέμβριος σε επίπεδο τζίρου ξενοδοχείων, ακολούθησε ο Φεβρουάριος στο 45% και τρίτος ήταν ο Ιανουάριος στο 40%. Την μικρότερη άνοδο σημείωσε ο Απρίλιος στο 6% και ακολούθησε το δίμηνο Ιουλίου και Αυγούστου στο 12% και 15% αντίστοιχα.
Η υψηλότερη αύξηση πωλήσεων παρατηρείται στα νησιά, στο 30%, με τους αστικούς προορισμούς να ακολουθούν στο συν 28% και τους ηπειρωτικούς να έπονται, τέλος, στο συν 14%, καθώς επηρεάζοντας έντονα από τις οδικές αφίξεις, που κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα.
Τις καλύτερες επιδόσεις από τις νησιωτικές περιοχές κατέγραψαν τα νησιά του Ιονίου, με τις πωλήσεις των ξενοδοχείων να εμφανίζονται ενισχυμένες σε ποσοστό 88% έναντι του 2019 σε τρέχουσες τιμές. Ακολούθησαν σε επιδόσεις τα Δωδεκάνησα, η Κρήτη, οι Κυκλάδες και το Βόρειο Αιγαίο με αύξηση 78%, 72%, 39% και 64% αντίστοιχα. Μάλιστα, οι νησιωτικοί προορισμοί μεγέθυναν το αποτύπωμα τους στις πωλήσεις του κλάδου κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, στο 61% από 60% το 2019 και το 2023.
Συνολικά, πάντως, ο τζίρος των ξενοδοχείων σε τρέχουσες τιμές για το περσινό διάστημα Σεπτεμβρίου – Νοεμβρίου διαμορφώθηκε σε 2,7 δισ. ευρώ έναντι 1,8 δισ. ευρώ το 2019.
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.